pattern

Επίθετα που Προκαλούν Ένα Συγκεκριμένο Συναίσθημα - Επίθετα Αρνητικής Επίκλησης

Αυτά τα επίθετα περιγράφουν ιδιότητες ή ιδιότητες που προκαλούν αρνητικά συναισθήματα ή συναισθήματα, μεταφέροντας χαρακτηριστικά όπως "βαρετό", "μπερδεμένο" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized English Adjectives of Evoking and Feeling Emotions
boring

making us feel tired and unsatisfied because of not being interesting

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "boring"
tedious

boring and repetitive, often causing frustration or weariness due to a lack of variety or interest

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tedious"
pesky

irritating or troublesome, often causing minor inconvenience

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pesky"
annoying

causing slight anger

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "annoying"
overwhelming

too intense or powerful to resist or manage effectively

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "overwhelming"
shocking

unexpected or extreme enough to cause intense surprise or disbelief

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shocking"
insulting

causing offense or hurt feelings by being disrespectful or offensive

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "insulting"
humiliating

causing someone to feel embarrassed, ashamed, or degraded, often in front of others

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "humiliating"
shameful

causing embarrassment or disgrace due to unacceptable behavior or actions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shameful"
embarrassing

causing a person to feel ashamed or uneasy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "embarrassing"
vengeful

having or showing a strong desire for revenge

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vengeful"
exhausting

causing one to feel very tired and out of energy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "exhausting"
tiring

(particularly of an acivity) causing a feeling of physical or mental fatigue or exhaustion

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tiring"
abusive

intensely rude or insulting

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "abusive"
offensive

causing someone to feel deeply hurt, upset, or angry due to being insulting, disrespectful, or inappropriate

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "offensive"
provocative

causing strong reactions or discussions by presenting controversial or thought-provoking ideas

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "provocative"
suspicious

not conforming to the expected or usual pattern, giving rise to doubt or concern

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "suspicious"
deceptive

giving an impression that is misleading, false, or deceitful, often leading to misunderstanding or mistaken belief

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deceptive"
excruciating

causing extreme pain or discomfort

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "excruciating"
agonizing

causing a lot of difficulty, pain, distress, or discomfort

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "agonizing"
painful

causing emotional or physical pain in someone

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "painful"
suspenseful

creating a sense of tension, excitement, or anticipation, often by withholding information or revealing it gradually

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "suspenseful"
staggering

overwhelming or shocking in size, scale, or impact

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "staggering"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek