pattern

Ρήματα Πρόκλησης Συναισθημάτων - Ρήματα για πρόκληση ενθουσιασμού

Εδώ θα μάθετε μερικά αγγλικά ρήματα που αναφέρονται στην πρόκληση ενθουσιασμού όπως "έκπληξη", "καταπληκτική έκπληξη" και "συγκίνηση".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized English Verbs of Evoking and Feeling Emotions
to surprise

to make someone feel mildly shocked

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to surprise"
to excite

to make a person feel interested or happy, particularly about something that will happen soon

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to excite"
to thrill

to make someone feel excited or intensely pleased

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to thrill"
to exhilarate

to make one feel extremely excited, pleased, and delighted

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to exhilarate"
to stun

to surprise or shock someone, often by something unexpected, leaving them temporarily unable to react

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stun"
to astonish

to impress or surprise someone very much

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to astonish"
to amaze

to greatly surprise someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to amaze"
to electrify

to suddenly and intensely excite someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to electrify"
to galvanize

to push someone into taking action, particularly by evoking a strong emotion in them

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to galvanize"
to blow away

to impress someone greatly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to blow away"
to whip up

to make someone feel strongly about something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to whip up"
to charge up

to make someone or something lively and excited

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to charge up"
to fever

to intensify or heighten a state, such as emotions or excitement, in somebody

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fever"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek