pattern

Ρήματα Πρόκλησης Συναισθημάτων - Ρήματα για την πρόκληση αρνητικών συναισθημάτων

Εδώ θα μάθετε μερικά αγγλικά ρήματα που αναφέρονται στην πρόκληση αρνητικών συναισθημάτων όπως "αναστατώ", "αηδία" και "λάστιχο".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized English Verbs of Evoking and Feeling Emotions
to upset

to make a person unhappy, worried, or irritated

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to upset"
to sadden

to make someone feel unhappy or disappointed

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sadden"
to depress

to make someone feel extremely sad or discouraged, often as a result of challenging situations, such as loss

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to depress"
to desolate

to make someone feel extremely miserable and unhappy

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to desolate"
to deject

to make someone feel disheartened or low in spirits

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to deject"
to get down

to cause someone's spirits to be lowered

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to get down"
to disappoint

to fail to meet someone's expectations or hopes, causing them to feel let down or unhappy

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to disappoint"
to let down

to make someone disappointed by not meeting their expectations

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to let down"
to disgust

to make someone feel upset, shocked, and sometimes offended about something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to disgust"
to revolt

to cause strong disgust or offense to someone's morals

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to revolt"
to repel

to cause someone to feel a strong dislike or aversion towards something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to repel"
to squick

to disgust someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to squick"
to sicken

to cause strong offense to someone's morals

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sicken"
to nauseate

to make someone feel very disgusted, often in a moral sense

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to nauseate"
to gross out

to disgust someone, especially with something vulgar or offensive

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to gross out"
to exhaust

to cause a person to become extremely tired

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to exhaust"
to tire

to feel exhausted due to strain or stress

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to tire"
to overtire

to exhaust someone excessively beyond normal limits

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to overtire"
to fatigue

to make someone extremely tired from too much exertion, strain, or stress

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fatigue"
to wear out

to make someone tired because of strain or stress

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to wear out"
to fag out

to become extremely tired from overexertion, strain, or stress

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fag out"
to bore

to do something that causes a person become uninterested, tired, or impatient

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bore"
to stultify

to make someone lose interest or motivation, typically due to a boring or restrictive routine

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stultify"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek