pattern

Ρήματα Πρόκλησης Συναισθημάτων - Ρήματα για την πρόκληση οργής

Εδώ θα μάθετε μερικά αγγλικά ρήματα που αναφέρονται στην πρόκληση οργής όπως "ενοχλώ", "απογοητεύω" και "βέξω".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized English Verbs of Evoking and Feeling Emotions
to frustrate

to make someone feel annoyed or upset for not being able to achieve what they desire

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to frustrate"
to annoy

to make a person feel a little angry

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to annoy"
to irritate

to annoy someone, often over small matters

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to irritate"
to bait

to provoke or tease someone persistently with criticism or mocking remarks

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bait"
to madden

to make someone angry

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to madden"
to vex

to annoy someone by intentionally or persistently bothering them with small, annoying actions or behaviors

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to vex"
to irk

to annoy someone, often due to repeated actions or persistent issues

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to irk"
to exasperate

to deeply irritate someone, especially when they can do nothing about it or solve the problem

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to exasperate"
to gall

to irritate someone deeply, often by showing disrespect or by behaving in a way that is offensive

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to gall"
to peeve

to irritate someone, typically with a minor or petty matter

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to peeve"
to rile

to disturb or annoy someone, especially through minor irritations

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to rile"
to nettle

to annoy or disturb someone, particularly through minor irritations

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to nettle"
to nark

to irritate or bother someone, especially with small annoyances

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to nark"
to hack off

to greatly annoy someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hack off"
to tick off

to tell someone they did something wrong and express one's anger or disapproval about it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to tick off"
to anger

to make a person feel angry

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to anger"
to infuriate

to make someone extremely angry

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to infuriate"
to agitate

to make someone feel annoyed, anxious, or angry

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to agitate"
to enrage

to cause someone to become extremely angry

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to enrage"
to incense

to provoke extreme anger in a person

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to incense"
to antagonize

to provoke and anger someone so much that they start to hate and oppose one

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to antagonize"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek