pattern

Γενική Εκπαίδευση IELTS (Επίπεδο 6-7) - Διανοητική ικανότητα

Εδώ, θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με το Intellectual Capability που είναι απαραίτητες για την εξέταση IELTS General Training.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Vocabulary for General Training IELTS (6-7)
quick-witted

characterized by the capability of thinking or responding quickly and effectively

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "quick-witted"
knowledgeable

having a lot of information or expertise in a particular subject or field

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "knowledgeable"
brilliant

extremely clever, talented, or impressive

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "brilliant"
gifted

having a natural talent, intelligence, or ability in a particular area or skill

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gifted"
insightful

having or showing a deep understanding or knowledge of something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "insightful"
perceptive

(of a person) able to quickly and accurately understand or notice things due to keen awareness and insight

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "perceptive"
curious

interested in learning and knowing about things

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "curious"
inventive

(of a person) creative and capable of coming up with novel solutions, concepts, or products

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inventive"
innovative

(of people) producing creative and original ideas, equipment, methods, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "innovative"
resourceful

capable of finding different, clever, and efficient ways to solve problems, often using the resources available to them in innovative ways

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "resourceful"
versatile

(of a person) capable of effectively and skillfully performing a wide range of tasks or activities

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "versatile"
erudite

displaying or possessing extensive knowledge that is acquired by studying and reading

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "erudite"
well-read

knowledgeable about a wide range of subjects due to extensive reading habits

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "well-read"
observant

very good at or quick in noticing small details in someone or something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "observant"
astute

having a clever and practical ability to make wise and effective decisions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "astute"
sharp-eyed

good at paying attention and noticing things quickly and accurately

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sharp-eyed"
intellectual

developed or primarily guided by the intellect rather than relying on emotions or personal experience

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "intellectual"
learned

having a lot of knowledge gained through study, experience, or education

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "learned"
ingenious

having or showing cleverness, creativity, or skill

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ingenious"
genius

having an exceptional intelligence, creativity, or talent

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "genius"
keen

having the ability to learn or understand quickly

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "keen"
enlightened

possessing knowledge and awareness on different matters

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "enlightened"
acute

(of senses) highly-developed and very sensitive

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "acute"
sensible

aware and practical, understanding the situation and recognizing what needs to be addressed or accomplished

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sensible"
judicious

applying good judgment, reason, and sense when making a decision or doing something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "judicious"
logical

capable of following rules of logic and forming ideas based on facts that are true

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "logical"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek