pattern

Γενική Εκπαίδευση IELTS (Επίπεδο 6-7) - Αρνητικές συναισθηματικές αντιδράσεις

Εδώ, θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με τις αρνητικές συναισθηματικές αντιδράσεις που είναι απαραίτητες για την εξέταση IELTS General Training.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Vocabulary for General Training IELTS (6-7)
revolting

extremely repulsive and disgusting

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "revolting"
disgraceful

causing shame or loss of respect due to morally wrong or inappropriate behavior

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disgraceful"
outrageous

extremely unusual or unconventional in a way that is shocking or offensive

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "outrageous"
drab

lifeless and lacking in interest

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "drab"
doleful

filled with grief and sorrow

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "doleful"
sorrowful

experiencing or expressing a feeling of deep sadness or grief

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sorrowful"
dispiriting

causing a loss of hope or enthusiasm and bringing discouragement or disappointment

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dispiriting"
dull

boring or lacking interest, excitement, or liveliness

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dull"
repetitive

referring to something that involves repeating the same actions or elements multiple times, often leading to boredom or dissatisfaction

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "repetitive"
tiresome

causing fatigue, boredom, or annoyance due to its repetitiveness or lack of interest

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tiresome"
frustrating

causing feelings of disappointment or annoyance by stopping someone from achieving their desires or goals

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "frustrating"
irritating

causing annoyance, frustration, or displeasure

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "irritating"
discouraging

(of something) causing one to lose hope or confidence

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "discouraging"
horrifying

causing intense fear, shock, or disgust due to being extremely disturbing or frightening

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "horrifying"
unsettling

causing feelings of unease, discomfort, or anxiety

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unsettling"
agonizing

causing a lot of difficulty, pain, distress, or discomfort

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "agonizing"
disturbing

causing feelings of unease, discomfort, or concern

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disturbing"
deplorable

considered morally wrong, objectionable, or deserving of strong disapproval

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deplorable"
distasteful

offensive and unpleasant, often causing a feeling of dislike or disgust

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "distasteful"
appalling

extremely bad, unpleasant, or unacceptable in a way that deeply affects or offends the senses, emotions, or moral sensibilities

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "appalling"
unbearable

causing extreme discomfort or distress that is difficult to endure

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unbearable"
unendurable

incapable of being sustained, endured, or tolerated over time due to its extreme nature or intensity

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unendurable"
numbing

causing a loss of sensation, emotion, or responsiveness

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "numbing"
unexciting

not causing interest or enthusiasm

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unexciting"
unstimulating

not capable of evoking interest, excitement, or mental engagement

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unstimulating"
infuriating

causing intense anger, frustration, or irritation

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "infuriating"
alarming

causing a feeling of distress, fear, or unease

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alarming"
intimidating

causing feelings of fear, unease, or worry in others through a display of power, authority, or aggression

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "intimidating"
threatening

causing or showing a potential for harm or danger, often in a way that makes someone feel scared

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "threatening"
awkward

making one feel embarrassed or uncomfortable

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "awkward"
pathetic

deserving pity due to perceived weakness or sadness

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pathetic"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek