pattern

Γενική Εκπαίδευση IELTS (Επίπεδο 6-7) - Αρνητικές συναισθηματικές καταστάσεις

Εδώ, θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με τις αρνητικές συναισθηματικές καταστάσεις που είναι απαραίτητες για την εξέταση IELTS General Training.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Vocabulary for General Training IELTS (6-7)
lethargic

having no energy or interest in doing anything

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lethargic"
disengaged

not being actively involved or showing interest in a particular situation or activity

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disengaged"
uninspired

lacking creativity, motivation, or enthusiasm

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "uninspired"
drowsy

feeling disinterested

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "drowsy"
unmotivated

lacking a sense of drive or inspiration

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unmotivated"
inattentive

not paying close attention or showing a lack of focus

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inattentive"
frustrated

feeling irritated and upset because of being unable to achieve something or change an unwanted situation

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "frustrated"
restless

feeling uneasy or nervous

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "restless"
agitated

very nervous in a way that makes one unable to think clearly

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "agitated"
anxious

feeling nervous or worried because of thinking something unpleasant might happen

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "anxious"
nervous

worried and anxious about something or slightly afraid of it

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nervous"
defeated

appearing to have no chance of success and disappointingly so

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "defeated"
insecure

not confident about oneself or one's skills and abilities

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "insecure"
irritated

feeling angry or annoyed, often due to something unpleasant

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "irritated"
heartbroken

experiencing intense sadness, grief, or disappointment due to a broken romantic relationship or other loss

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "heartbroken"
miserable

feeling very unhappy or uncomfortable

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "miserable"
woeful

affected by deep sorrow, grief, or misery

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "woeful"
downhearted

feeling sad, discouraged, or low in spirits

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "downhearted"
enraged

showing intense anger or fury

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "enraged"
overwhelmed

feeling stressed or burdened by a lot of tasks or emotions at once

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "overwhelmed"
panicked

experiencing sudden and overwhelming fear or anxiety

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "panicked"
distracted

unable to concentrate or focus due to having one's attention drawn away by various thoughts or external interruptions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "distracted"
disgusted

having or displaying great dislike for something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disgusted"
suspicious

doubtful about the honesty of what someone has done and having no trust in them

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "suspicious"
edgy

tense, anxious, and easily irritated

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "edgy"
desolate

feeling very lonely and sad

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "desolate"
isolated

feeling or being disconnected from others, either physically or socially

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "isolated"
suffering

feeling pain, distress, or hardship

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "suffering"
snappy

(of a person) inclined to speaking irritably or responding in a sharp or offensive manner

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "snappy"
bitter

(of a person) refusing or unable to let go of anger or hatred toward others or past events

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bitter"
chagrined

feeling embarrassed or distressed due to failure or disappointment

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chagrined"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek