pattern

Λίστα Λέξεων Επιπέδου A2 - Γλώσσες και Γραμματική

Here you will learn some English words about languages and grammar, such as "German", "letter", and "verb", prepared for A2 learners.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
CEFR A2 Vocabulary
English

the most common language in the world, originating in England but also the official language of America, Canada, Australia, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "English"
Spanish

the main language of Spain and many Southern or Central American countries

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Spanish"
French

the main language of France that is also spoken in parts of other countries such as Canada, Switzerland, Belgium, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "French"
German

the main language in Germany, Austria and parts of Switzerland

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "German"
Italian

the main language in Italy, and in parts of Switzerland

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Italian"
Portuguese

the Romance language of Portugal and Brazil

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Portuguese"
Dutch

the main language in the Netherlands

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Dutch"
Russian

the official language of Russia

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Russian"
Chinese

any of the Sino-Tibetan languages of China

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Chinese"
Japanese

the language spoken in Japan

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Japanese"
Korean

the language spoken in North and South Korea

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Korean"
Vietnamese

the language spoken in Vietnam

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Vietnamese"
Greek

the ancient or modern language of Greece

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Greek"
Hindi

one of the official languages of India, used in the north part of the country

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Hindi"
Arabic

the language of the Arabs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Arabic"
Persian

Iran's official language and also the language of ancient or medieval Persia

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Persian"
Turkish

the main language of Turkey

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Turkish"
grammar

the study or use of words and the way they are put together or changed to make sentences

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "grammar"
letter

any of the characters in the alphabet that stand for a sound

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "letter"
word

(grammar) a unit of language that has a specific meaning

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "word"
phrase

a group of words put together in a meaningful way

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "phrase"
sentence

a group of words that forms a statement, question, exclamation, or instruction, usually containing a verb

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sentence"
verb

(grammar) a word or phrase used to describe an action, state, or experience

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "verb"
adjective

a type of word that describes a noun

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "adjective"
noun

a word that is used to name a person, thing, event, state, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "noun"
vocabulary

all the words used in a particular language or subject

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vocabulary"
adverb

a word that gives more information about a verb, adjective, or another adverb

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "adverb"
clause

(grammar) a group of words that contains a subject and a verb and functions as a unit within a sentence

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clause"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek