pattern

Λεξιλόγιο για το IELTS (Γενικά) - Συμβουλές και Προτάσεις

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για συμβουλές και προτάσεις, όπως «feedback», «consult», «obliged» κ.λπ. που χρειάζονται για την εξέταση IELTS.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words for General IELTS
alternatively

as a second choice or another possibility

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alternatively"
challenge

a difficult and new task that puts one's skill, ability, and determination to the test

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "challenge"
feedback

information, criticism, or advice about a person's performance, a new product, etc. intended for improvement

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "feedback"
to consult

to seek information or advice from someone, especially before making a decision or doing something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to consult"
to propose

to put forward a suggestion, plan, or idea for consideration

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to propose"
connotation

a feeling or an idea suggested by a word aside from its literal or primary meaning

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "connotation"
guidance

help and advice about how to solve a problem, given by someone who is knowledgeable and experienced

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "guidance"
hint

a slight suggestion or piece of advice that shows how a problem is solved

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hint"
implicitly

in a way that is understood or suggested without being directly stated

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "implicitly"
to prompt

to encourage someone to do or say something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to prompt"
to advise

to provide someone with suggestion or guidance regarding a specific situation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to advise"
recommendation

a suggestion or piece of advice given to someone officially, especially about the course of action that they should take

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "recommendation"
to warn

to tell someone in advance about a possible danger, problem, or unfavorable situation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to warn"
to admonish

to strongly advise a person to take a particular action

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to admonish"
to commend

to speak positively about someone or something and suggest their suitability

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to commend"
to counsel

to advise someone to take a course of action

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to counsel"
inadvisable

not recommended to do based on the particular situation

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inadvisable"
tacitly

without using explicit verbal communication

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tacitly"
liable

possible to do a particular action

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "liable"
to be obliged to do something

to have a moral duty or be forced to do a particular thing, often due to legal reasons

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [be|feel] obliged {to do sth}"
exempt

not obligated to something like a tax or duty that others must do

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "exempt"
binding

legally required to be followed and cannot be avoided

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "binding"
mandatory

ordered or required by a rule or law

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mandatory"
optional

available or possible to choose but not required or forced

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "optional"
compulsory

forced to be done by law or authority

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "compulsory"
to reckon

to think or have an opinion about something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to reckon"
regardless

with no attention to the thing mentioned

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "regardless"
opinionated

having strong opinions and not willing to change them

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "opinionated"
convincingly

in a way that makes people believe something is true

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "convincingly"
conservatism

a political belief with an inclination to keep the traditional values in a society by avoiding changes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conservatism"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek