pattern

Ανθρωπιστικές Επιστήμες ACT - Βεβαιότητα και Αβεβαιότητα

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με τη βεβαιότητα και την αβεβαιότητα, όπως "speculate", "hearsay", "alleged" κ.λπ. που θα σας βοηθήσουν να κάνετε άσσο στα ACT σας.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
ACT Vocabulary for Humanities
definite

expressed with clarity and precision, leaving no doubt as to the meaning or intention

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "definite"
inarguable

beyond debate or argument

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inarguable"
undeniable

clearly true and therefore impossible to deny or question

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "undeniable"
conclusive

providing clear and final evidence or proof, leaving no doubt or uncertainty

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conclusive"
infallible

incapable of being wrong, making mistakes, or failing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "infallible"
unequivocal

expressing one's ideas and opinions so clearly that it leaves no room for doubt

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unequivocal"
definitive

settling an issue authoritatively and leaving no room for further doubt or debate

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "definitive"
undeniable

clearly true and therefore impossible to deny or question

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "undeniable"
evident

clearly noticeable or easily perceived by the mind or senses

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "evident"
indisputable

clearly true therefore leaving no room for disagreement or denial

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "indisputable"
assurance

the state of feeling confident, certain, or self-assured about one's abilities, decisions, or actions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "assurance"
to ensure

to make sure that something will happen

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ensure"
to ascertain

to determine something with certainty by careful examination or investigation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ascertain"
undoubtedly

used to say that there is no doubt something is true or is the case

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "undoubtedly"
absolutely

to a full or complete degree, without restriction

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "absolutely"
tentative

not firmly established or decided, with the possibility of changes in the future

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tentative"
dubious

(of a person) unsure or hesitant about the credibility or goodness of something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dubious"
skeptical

having doubts about something's truth, validity, or reliability

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "skeptical"
alleged

said or claimed to be true, but not yet proven or verified

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alleged"
questionable

doubtful or uncertain in terms of quality, reliability, or legitimacy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "questionable"
inconclusive

not producing a clear result or decision

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inconclusive"
plausible

seeming believable or reasonable enough to be considered true

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "plausible"
hesitant

uncertain or reluctant to act or speak, often due to doubt or indecision

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hesitant"
putative

considered true and accepted by all but not known for a fact

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "putative"
unpredictable

unable to be predicted because of changing many times

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unpredictable"
prospective

likely to become a reality in the future

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prospective"
potential

having the possibility to develop or be developed into something particular in the future

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "potential"
likelihood

the probability or chance of something occurring

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "likelihood"
uncertainty

something about which one cannot be certain

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "uncertainty"
hunch

a feeling or intuition about something, often without conscious reasoning or evidence

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hunch"
prospect

the likelihood or possibility of something becoming successful in the future

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prospect"
scenario

a hypothetical sequence of events or a plausible situation that could unfold

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scenario"
suspicion

a feeling of doubt or mistrust towards someone or something, often without concrete evidence or proof

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "suspicion"
hearsay

information that is heard from someone else, rather than being firsthand knowledge

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hearsay"
reservation

a lingering uncertainty or hesitation that prevents full acceptance or commitment to something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reservation"
conjecture

an idea that is based on guesswork and not facts

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conjecture"
to speculate

to form a theory or opinion about a subject without knowing all the facts

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to speculate"
to hypothesize

to make an educational guess or to present a theory or assumption one is not sure about

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hypothesize"
to theorize

to express various scenarios about something without necessarily basing it on evidence or facts

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to theorize"
to surmise

to come to a conclusion without enough evidence

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to surmise"
supposedly

used to suggest that something is assumed to be true, often with a hint of doubt

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "supposedly"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek