pattern

Προχωρημένο Λεξιλόγιο για το TOEFL - Εξωτερική εμφάνιση

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για τη φυσική εμφάνιση, όπως «acne», «brunette», «dowdy» κ.λπ. που χρειάζονται για τις εξετάσεις TOEFL.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Advanced Words Needed for TOEFL
acne

a skin condition in which small red spots appear on the face or the neck, mainly affecting teenagers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "acne"
birthmark

a brownish or reddish mark that some people have on their skin since they are born

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "birthmark"
callus

an area of skin that has turned hard and rough by being constantly exposed to friction

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "callus"
dimple

a small hollow place in the flesh, especially one that forms in the cheeks when one smiles

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dimple"
mole

a small dark brown spot or lump on the skin

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mole"
albino

a person or animal born with no pigment, which is a genetic condition that can turn the skin and hair white and the eyes pink

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "albino"
adonis

a very good-looking or sexually appealing young man

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "adonis"
brunette

a person, usually a woman, with dark brown hair and white skin

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "brunette"
redhead

(sometimes offensive) someone who has reddish hair

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "redhead"
unkempt

(of hair) not brushed or cut neatly

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unkempt"
supple

flexible and able to move smoothly and gracefully

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "supple"
stocky

(especially of a man) having a short but quite solid figure with thick muscles

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stocky"
balding

beginning to lose hair and become bald

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "balding"
dreamy

very attractive or beautiful

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dreamy"
dowdy

(of a woman) unfashionable, unattractive, or lacking in style and elegance, often due to outdated clothing choices or a conservative appearance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dowdy"
gross

fat in an unattractive way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gross"
languid

moving in a slow, effortless, and attractive manner

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "languid"
luscious

sexually attractive and very seductive

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "luscious"
photogenic

describing someone who looks attractive in photographs or on film

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "photogenic"
punky

having an appearance or attitude that is characteristic of people who play punk music

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "punky"
ravishing

extremely attractive and pleasing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ravishing"
dainty

pleasantly small and attractive, often implying a sense of elegance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dainty"
shaggy

(of hair or fur) long, untidy and thick

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shaggy"
shaven

with the hair removed from the head or the face by shaving

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shaven"
to trim

to cut beard, hair, or fur in a neat and orderly manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to trim"
hairdo

the way in which someone's hair is arranged

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hairdo"
bun

a hairstyle in which The hair is pulled back from the face, twisted, and coiled on top

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bun"
bang

(plural) the front part of someone's hair cut in a way that hangs across their forehead

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bang"
braid

a length of hair formed by twisting three or more bands of hair together

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "braid"
frizzy

(of hair) having a lot of small tight curls that are neither smooth nor shiny

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "frizzy"
to smirk

to give a half-smile, often displaying satisfaction, superiority, or amusement

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to smirk"
sneer

a smile or remark directed at someone as a sign of mockery or disrespect

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sneer"
to squint

to have eyes that are pointed in different directions

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to squint"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek