pattern

Λίστα Λέξεων Επιπέδου A1 - Αντίθετα επίθετα

Εδώ θα μάθετε μερικά βασικά αγγλικά επίθετα και τα αντίθετά τους, όπως "καλό και κακό", "υψηλό και χαμηλό" και "μικρό και μεγάλο", προετοιμασμένα για μαθητές Α1.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
CEFR A1 Vocabulary
good

having a quality that is satisfying

καλός, άριστος

καλός, άριστος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "good"
bad

having a quality that is not satisfying

κακός, άσχημος

κακός, άσχημος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bad"
high

having a value or level greater than usual or expected, often in terms of numbers or measurements

υψίστης, υψηλός

υψίστης, υψηλός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "high"
low

small or below average in degree, value, level, or amount

χαμηλός, μικρός

χαμηλός, μικρός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "low"
big

above average in size or extent

μεγάλος, υπερβολικός

μεγάλος, υπερβολικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "big"
small

below average in physical size

μικρός, κατασκευασμένος

μικρός, κατασκευασμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "small"
heavy

having a lot of weight and not easy to move or pick up

βαρύς, φορτωμένος

βαρύς, φορτωμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "heavy"
light

having very little weight and easy to move or pick up

ελαφρύς, ελαφρύ

ελαφρύς, ελαφρύ

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "light"
expensive

having a high price

ακριβός, δαπανηρός

ακριβός, δαπανηρός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "expensive"
cheap

having a low price

φτηνός, χαμηλής τιμής

φτηνός, χαμηλής τιμής

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cheap"
old

(of a thing) having been used or existing for a long period of time

παλιός, παλαιός

παλιός, παλαιός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "old"
new

recently invented, made, etc.

νέος, καινούργιος

νέος, καινούργιος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "new"
beautiful

extremely pleasing to the mind or senses

όμορφος, κομψός

όμορφος, κομψός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "beautiful"
ugly

not pleasant to the mind or senses

άσχημος, κακός

άσχημος, κακός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ugly"
clean

not having any bacteria, marks, or dirt

καθαρός, καθαρή

καθαρός, καθαρή

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clean"
dirty

having stains, bacteria, marks, or dirt

βρώμικος, λερωμένος

βρώμικος, λερωμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dirty"
easy

needing little skill or effort to do or understand

εύκολος, απλός

εύκολος, απλός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "easy"
difficult

needing a lot of work or skill to do, understand, or deal with

δύσκολος, ποιητικός

δύσκολος, ποιητικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "difficult"
fast

having a high speed when doing something, especially moving

γρήγορος, ταχύς

γρήγορος, ταχύς

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fast"
slow

moving, happening, or being done at a speed that is low

αργός, βραδύς

αργός, βραδύς

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "slow"
different

not like another thing or person in form, quality, nature, etc.

διαφορετικός, άλλος

διαφορετικός, άλλος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "different"
same

like another thing or person in every way

ίδιος, παρόμοιος

ίδιος, παρόμοιος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "same"
right

based on facts or the truth

σωστός, ορθός

σωστός, ορθός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "right"
wrong

not based on facts or the truth

λανθασμένος, σφαλερός

λανθασμένος, σφαλερός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wrong"
open

letting people or things pass through

ανοιχτός, ανοιγμένος

ανοιχτός, ανοιγμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "open"
closed

not letting things, people, etc. go in or out

κλειστός, κλεισμένος

κλειστός, κλεισμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "closed"
true

according to reality or facts

αληθής, ορθός

αληθής, ορθός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "true"
false

not according to reality or facts

ψευδής, ληγμένος

ψευδής, ληγμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "false"
rich

owning a great amount of money or things that cost a lot

πλούσιος, ευκατάστατος

πλούσιος, ευκατάστατος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rich"
poor

owning a very small amount of money or a very small number of things

φτωχός, πενιχρός

φτωχός, πενιχρός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "poor"
sure

(of a person) feeling confident about something being correct or true

σίγουρος, βεβαίος

σίγουρος, βεβαίος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sure"
unsure

having doubts about or no confidence in someone or something

αβέβαιος, ανασφαλής

αβέβαιος, ανασφαλής

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unsure"
correct

accurate and in accordance with reality or truth

σωστός, ορθός

σωστός, ορθός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "correct"
incorrect

having mistakes or inaccuracies

λανθασμένος, εσφαλμένος

λανθασμένος, εσφαλμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "incorrect"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek