pattern

500 Πιο Συνηθισμένα Αγγλικά Επιρρήματα - Top 301 - 325 Επιρρήματα

Εδώ σας παρέχεται το μέρος 13 της λίστας με τα πιο κοινά επιρρήματα στα αγγλικά, όπως "καθαρά", "και τα δύο" και "νέα".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Most Common Adverbs in English Vocabulary
mentally

regarding one's mind, mental capacities, or aspects of mental well-being

νοητά, ψυχικά

νοητά, ψυχικά

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mentally"
beautifully

in a highly attractive manner

όμορφα, καλά

όμορφα, καλά

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "beautifully"
secondly

used to introduce the second point, reason, step, etc.

δεύτερον, κατά δεύτερον

δεύτερον, κατά δεύτερον

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "secondly"
terribly

in a way that is very bad or unpleasant

απαίσια, κακώς

απαίσια, κακώς

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "terribly"
purely

with no other reason or purpose involved

καθαρά, μόνο

καθαρά, μόνο

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "purely"
both

used for indicating that a statement applies to two alternatives

και οι δύο, αμφότεροι

και οι δύο, αμφότεροι

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "both"
halfway

at or to the middle of two extremes

ενδιάμεσα, στα μισά

ενδιάμεσα, στα μισά

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "halfway"
upstairs

on or toward a higher part of a building

επάνω, στον επάνω όροφο

επάνω, στον επάνω όροφο

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "upstairs"
newly

at or during a time that is recent

νεοσύστατα, πρόσφατα

νεοσύστατα, πρόσφατα

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "newly"
famously

in a way that is known by many

γνωστά, φωτεινά

γνωστά, φωτεινά

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "famously"
wide

to the greatest extent

έντονα, πλατιά

έντονα, πλατιά

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wide"
freely

without being controlled or stopped by anyone or anything

ελεύθερα, ανεμπόδιστα

ελεύθερα, ανεμπόδιστα

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "freely"
half

to an extent that is partial and not complete

μισά, εν μέρει

μισά, εν μέρει

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "half"
namely

used to give more specific information or examples regarding what has just been mentioned

δηλαδή, δηλ.

δηλαδή, δηλ.

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "namely"
likewise

in a way that is similar

παρομοίως, ομοίως

παρομοίως, ομοίως

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "likewise"
alike

in a way that is similar

ομοίως, παρόμοια

ομοίως, παρόμοια

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alike"
someday

at an unspecified time in the future

κάποια μέρα, μια μέρα

κάποια μέρα, μια μέρα

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "someday"
exclusively

in a manner that is only available to a particular person, group, or thing

αποκλειστικά, μόνο

αποκλειστικά, μόνο

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "exclusively"
last

used to refer to the most recent time at which an event occurred

τελευταία, προηγούμενη

τελευταία, προηγούμενη

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "last"
least

to the lowest extent

τουλάχιστον, ελάχιστα

τουλάχιστον, ελάχιστα

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "least"
firmly

in a strong or secure manner

σταθερά, στερεά

σταθερά, στερεά

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "firmly"
accurately

in a way that has no errors or mistakes

ακριβώς, με ακρίβεια

ακριβώς, με ακρίβεια

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "accurately"
individually

in a separate and solo manner

ατομικά, χωριστά

ατομικά, χωριστά

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "individually"
reasonably

to an extent or degree that is moderate or satisfactory

εύλογα, λογικά

εύλογα, λογικά

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reasonably"
thoroughly

in a comprehensive manner

εξαντλητικά, κατά λεπτομέρεια

εξαντλητικά, κατά λεπτομέρεια

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "thoroughly"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek