pattern

500 Πιο Συνηθισμένα Αγγλικά Επιρρήματα - Κορυφαία 451 - 475 Επιρρήματα

Εδώ σας παρέχεται το μέρος 19 της λίστας με τα πιο κοινά επιρρήματα στα αγγλικά όπως "finely", "rightly" και "inward".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Most Common Adverbs in English Vocabulary
finely

in a way that is impressive or shows skill

εξαιρετικά, άριστα

εξαιρετικά, άριστα

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "finely"
internationally

in a way that relates to multiple nations or the entire world

διεθνώς, παγκοσμίως

διεθνώς, παγκοσμίως

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "internationally"
rightly

in a manner that is correct, exact, or accurate

ορθά, σωστά

ορθά, σωστά

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rightly"
intensely

to a very great or extreme extent or degree

εντατικά, έντονα

εντατικά, έντονα

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "intensely"
specially

for a specific purpose, reason, person, etc.

ιδιαίτερα, συγκεκριμένα

ιδιαίτερα, συγκεκριμένα

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "specially"
violently

in a forceful manner that is intended to cause harm

βίαια (viaia), βίαια με αντίκτυπο (viaia me antiktypo)

βίαια (viaia), βίαια με αντίκτυπο (viaia me antiktypo)

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "violently"
exceptionally

to a degree more noticable and greater than usual

ιδιαίτερα, εξαιρετικά

ιδιαίτερα, εξαιρετικά

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "exceptionally"
inward

toward the center or inside of something

εντός, μέσα

εντός, μέσα

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inward"
freshly

in a new and recently created state

φρέσκα, πρόσφατα

φρέσκα, πρόσφατα

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "freshly"
anyhow

used when ending a conversation, or changing, or returning to a subject

παρ' όλα αυτά, οπωσδήποτε

παρ' όλα αυτά, οπωσδήποτε

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "anyhow"
wonderfully

to a degree or extent that is unusually good

καταπληκτικά, θαυμάσια

καταπληκτικά, θαυμάσια

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wonderfully"
universally

in a way that is appropriate or accepted everywhere, by everyone, or in all cases

Καθολικά, Παγκοσμίως

Καθολικά, Παγκοσμίως

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "universally"
unbelievably

to a large extent

απίστευτα, αξεπέραστα

απίστευτα, αξεπέραστα

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unbelievably"
casually

in an informal and relaxed manner

χαλαρά, τυχαία

χαλαρά, τυχαία

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "casually"
horribly

in an extremely bad or terrible way

φοβερά, τρομακτικά

φοβερά, τρομακτικά

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "horribly"
sharply

with a sudden and significant change; dramatically

απότομα, εντυπωσιακά

απότομα, εντυπωσιακά

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sharply"
swiftly

in a quick or immediate way

ταχέως, εντός της τάξεως

ταχέως, εντός της τάξεως

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "swiftly"
wisely

in a manner that reflects intelligence, good judgment, and experience

σοφά, με σύνεση

σοφά, με σύνεση

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wisely"
extra

to a degree or extent that is greater or more than usual

επιπλέον, υπερβολικά

επιπλέον, υπερβολικά

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "extra"
vice versa

with the order or relations reversed

αντίστροφα, και το αντίστροφο

αντίστροφα, και το αντίστροφο

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vice versa"
psychologically

in a way that is related to someone's mind or emotions

ψυχολογικά, ψυχολογικώς

ψυχολογικά, ψυχολογικώς

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "psychologically"
immensely

to a very great degree

αμέτρητα, εκπληκτικά

αμέτρητα, εκπληκτικά

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "immensely"
loosely

in a manner that is not tightly or firmly held or attached

χαλαρά, χαλαρώς

χαλαρά, χαλαρώς

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "loosely"
silently

without making any sound or noise

σιωπηλά, αθόρυβα

σιωπηλά, αθόρυβα

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "silently"
annually

in a way that happens once every year

ετησίως, κατ' έτος

ετησίως, κατ' έτος

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "annually"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek