pattern

500 Πιο Συνηθισμένα Αγγλικά Επιρρήματα - Κορυφαία 276 - 300 Επιρρήματα

Εδώ σας παρέχεται το μέρος 12 της λίστας με τα πιο κοινά επιρρήματα στα αγγλικά όπως "legally", "greatly" και "north".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Most Common Adverbs in English Vocabulary
legally

in a manner that is required or allowed by the law

νομίμως, νομικά

νομίμως, νομικά

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "legally"
underneath

directly below something, particularly when concealed by the thing on top

κάτω από, υποκείμενα

κάτω από, υποκείμενα

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "underneath"
north

toward or to the north

βόρεια, προς το βορρά

βόρεια, προς το βορρά

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "north"
lastly

used to emphasize that what follows is the concluding point

Τελικά, Τέλος

Τελικά, Τέλος

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lastly"
wrong

in a manner that is incorrect or mistaken

λανθασμένα, σφάλματα

λανθασμένα, σφάλματα

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wrong"
daily

in a way that happens every day or once a day

καθημερινά, Ημερησίως

καθημερινά, Ημερησίως

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "daily"
monthly

in a way than happens once every month

μηνιαίως, καθώς τον μήνα

μηνιαίως, καθώς τον μήνα

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "monthly"
weekly

after every seven days

εβδομαδιαία, ανά εβδομάδα

εβδομαδιαία, ανά εβδομάδα

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "weekly"
fine

in a way that is acceptable or satisfactory

καλά, ικανοποιητικά

καλά, ικανοποιητικά

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fine"
any

used to make a negative statement stronger or to ask if something is present or happening to any degree

καθόλου, ούτε

καθόλου, ούτε

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "any"
loudly

with a high volume or intensity

φωνητά, δυνατά

φωνητά, δυνατά

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "loudly"
genuinely

in a sincere and honest manner

ειλικρινά, αληθινά

ειλικρινά, αληθινά

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "genuinely"
hence

used to say that one thing is a result of another

άρα, συνεπώς

άρα, συνεπώς

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hence"
repeatedly

in a manner that occurs multiple times

επανειλημμένα, κατ' επανάληψη

επανειλημμένα, κατ' επανάληψη

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "repeatedly"
reportedly

used to convey that the information presented is based on what others have said

φήμες λέγεται, κατά πληροφορίες

φήμες λέγεται, κατά πληροφορίες

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reportedly"
arguably

used to convey that a statement can be supported with reasons or evidence

πιθανώς, ενδεχομένως

πιθανώς, ενδεχομένως

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "arguably"
politically

in a way that is related to politics

πολιτικά, σε πολιτικό επίπεδο

πολιτικά, σε πολιτικό επίπεδο

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "politically"
randomly

by chance and without a specific pattern, order, or purpose

τυχαία, κατά τύχη

τυχαία, κατά τύχη

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "randomly"
financially

in a way that is related to money or its management

χρηματοοικονομικά, οικονομικά

χρηματοοικονομικά, οικονομικά

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "financially"
abroad

in or traveling to a different country

στο εξωτερικό, στο εξωτερικό ταξίδι

στο εξωτερικό, στο εξωτερικό ταξίδι

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "abroad"
evenly

in equal amounts or quantities

ομοιόμορφα, ισόποσα

ομοιόμορφα, ισόποσα

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "evenly"
poorly

in a manner that is unsatisfactory or improper

κακώς, χάλια

κακώς, χάλια

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "poorly"
ideally

used to express a situation or condition that is most desirable

ιδανικά, κατά προτίμηση

ιδανικά, κατά προτίμηση

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ideally"
practically

to an almost complete degree

ουσιαστικά, σχεδόν

ουσιαστικά, σχεδόν

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "practically"
lightly

in a manner that involves little force or effort

ελαφρά, απαλά

ελαφρά, απαλά

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lightly"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek