pattern

Λίστα Λέξεων Επιπέδου B1 - Fashion

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για τη μόδα, όπως «κοστούμι», «κορυφή», «κουκούλα» κ.λπ. προετοιμασμένες για μαθητές Β1.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
CEFR B1 Vocabulary
costume

pieces of clothing worn by actors or performers for a role, or worn by someone to look like another person or thing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "costume"
top

an item of clothing that is worn to cover the upper part of the body

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "top"
underpants

a clothing item worn beneath outer clothing by men and women that covers the lower part of their bodies

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "underpants"
panties

a short piece of clothing that women wear under the pants, skirts, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "panties"
bathing suit

an item of clothing that is worn for swimming, particularly the type that women and girls wear

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bathing suit"
hoodie

a piece of clothing such as a sweatshirt or jacket that has a cover for the head

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hoodie"
sweatshirt

a loose long-sleeved warm item of clothing worn casually or for exercising on the top part of our body, usually made of cotton

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sweatshirt"
overcoat

a long coat worn in cold weather to keep the body warm

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "overcoat"
baggy

(of clothes) loose and not fitting the body tightly

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "baggy"
collar

the part around the neck of a piece of clothing that usually turns over

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "collar"
sleeve

the part of an item of clothing that completely or partly covers one's arm

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sleeve"
to dress

to put clothes on oneself

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dress"
to fasten

to bring two parts of something together

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fasten"
to button

to close and secure clothing by attaching the parts that hold it together

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to button"
wool

thick thread made from the fibers of sheep or other animals, commonly used for knitting

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wool"
in

very fashionable at a specific time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "in"
fashionable

following the latest or the most popular styles and trends in a specific period

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fashionable"
trendy

influenced by the latest or popular styles

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "trendy"
pattern

a typically repeating arrangement of shapes, colors, etc., regularly done as a design on a surface

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pattern"
cloth

material used for making clothes, which is made by knitting or weaving silk, cotton, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cloth"
stripe

a design consisting of lines or bands with a different color from the background, often used on clothing, textiles, or other surfaces

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stripe"
denim

strong cotton cloth that is usually blue in color, particularly used in making jeans

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "denim"
cotton

cloth made from the fibers of the cotton plant, naturally soft and comfortable against the skin

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cotton"
leather

strong material made from animal skin and used for making clothes, bags, shoes, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "leather"
fur

the skin of an animal that has died with its thick and soft hair still on it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fur"
backpack

a bag designed for carrying on the back, usually used by those who go hiking or climbing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "backpack"
to suit

(of clothes, a color, hairstyle, etc.) to look good on someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to suit"
bra

a piece of underwear worn by women to cover and support their breasts

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bra"
linen

cloth that is made from the fibers of a plant called flax, used to make fine clothes, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "linen"
design

a pattern of shapes and lines as a decoration

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "design"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek