pattern

Λίστα Λέξεων Επιπέδου B1 - Σπίτια και Κτίρια

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για σπίτια και κτίρια, όπως "καμινάδα", "παλάτι", "καμπίνα" κ.λπ. προετοιμασμένες για μαθητές Β1.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
CEFR B1 Vocabulary
palace

a large building that is the official home of a powerful or very important person such as a king, queen, pope, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "palace"
cabin

a small wooden house or shelter built in a forest or the mountains

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cabin"
studio

a tiny apartment that has only one main room

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "studio"
guest house

a small house separated from a larger one where guests can stay

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "guest house"
apartment building

a tall building with one or several apartments built on each floor

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "apartment building"
country house

a big home in the countryside, often with large grounds or gardens

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "country house"
floor

all the rooms of a building that are on the same level

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "floor"
step

a series of flat surfaces used for going up or down

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "step"
fireplace

a space or place in a wall for building a fire in

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fireplace"
chimney

a channel or passage that lets the smoke from a fire pass through and get out from the roof of a building

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chimney"
driveway

a private path or road that leads from the street to a house, building, etc., typically used for vehicle access and parking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "driveway"
corridor

a long narrow way in a building that has doors on either side opening into different rooms

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "corridor"
drain

a pipe in the bottom of a sink, bath, etc. through which dirty water flows out

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "drain"
walkway

a path for walking, typically built outdoors and above the ground level

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "walkway"
back door

a door that is located behind or at the side of a building

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "back door"
front door

the main entrance to a person's house

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "front door"
family room

a room in an apartment or house in which the family gathers to watch TV, relax, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "family room"
guest room

a bedroom in a house for guests to stay or sleep in

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "guest room"
storeroom

a room where things are kept while they are not needed or used

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "storeroom"
swimming pool

a specially designed structure that holds water for people to swim in

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "swimming pool"
study

a room in a house where a person reads or writes something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "study"
shelf

a flat, narrow board made of wood, metal, etc. attached to a wall, to put items on

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shelf"
porch

a structure with a roof and no walls at the entrance of a house

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "porch"
resident

a person who lives in a particular place, usually on a long-term basis

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "resident"
accommodations

a place to stay in for a short period, often with food or other services

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "accommodations"
rent

the money that is regularly paid to use an apartment, room, etc. owned by another person

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rent"
to rent

to let someone use one's property, car, etc. for a particular time in exchange for payment

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to rent"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek