pattern

Βιβλίο English File - Ενδιάμεσο - Μάθημα 10Β

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από το Μάθημα 10Β στο βιβλίο μαθημάτων English File Intermediate, όπως "evidence", "suspect", "witness" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
English File - Intermediate
crime

an unlawful act that is punishable by the legal system

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crime"
detective

a person, especially a police officer, whose job is to investigate and solve crimes and catch criminals

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "detective"
evidence

anything that proves the truth or possibility of something, such as facts, objects, or signs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "evidence"
murder

the crime of ending a person's life deliberately

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "murder"
murderer

a person who is guilty of killing another human being deliberately

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "murderer"
to prove

to show that something is true through the use of evidence or facts

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to prove"
to solve

to find an answer or solution to a question or problem

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to solve"
suspect

a person or thing that is thought to be the cause of something, particularly something bad

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "suspect"
victim

a person who has been harmed, injured, or killed due to a crime, accident, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "victim"
witness

a person who sees an event, especially a criminal scene

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "witness"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek