pattern

Βιβλίο English File - Ενδιάμεσο - Μάθημα 7Β

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από το Μάθημα 7Β στο βιβλίο μαθημάτων English File Intermediate, όπως "outskirts", "suburb", "terrace" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
English File - Intermediate
house

a building where people live, especially as a family

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "house"
living room

the part of a house where people spend time together talking, watching television, relaxing, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "living room"
kitchen

the place in a building or home where we make food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "kitchen"
bedroom

a room we use for sleeping

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bedroom"
the country

an area with farms, fields, and trees, outside cities and towns

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "the country"
outskirts

the outer areas or parts of a city or town

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "outskirts"
village

a very small town located in the countryside

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "village"
town

an area with human population that is smaller than a city and larger than a village

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "town"
city

a larger and more populated town

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "city"
East Coast

the part of America that is close to the Atlantic Ocean

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "East Coast"
floor

all the rooms of a building that are on the same level

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "floor"
suburb

a residential area outside a city

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "suburb"
attic

an area or room directly under the roof of a house, typically used for storage or as an additional living area

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "attic"
balcony

a platform above the ground level and on the outside wall of a building that we can get into from the upper floor

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "balcony"
basement

an area or room in a house or building that is partially or completely below the ground level

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "basement"
chimney

a channel or passage that lets the smoke from a fire pass through and get out from the roof of a building

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chimney"
entrance

an opening like a door, gate, or passage that we can use to enter a building, room, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "entrance"
gate

the part of a fence or wall outside a building that we can open and close to enter or leave a place

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gate"
ground floor

the floor of a building at ground level

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ground floor"
path

a way or track that is built or made by people walking over the same ground

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "path"
roof

the structure that creates the outer top part of a vehicle, building, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "roof"
step

a series of flat surfaces used for going up or down

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "step"
terrace

a flat paved area, particularly one next to a building or restaurant, where people can sit, eat, relax, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "terrace"
patio

an outdoor area with paved floor belonging to a house used for sitting, relaxing or eating in

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "patio"
top

the point or part of something that is the highest

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "top"
floor

the bottom of a room that we walk on

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "floor"
wall

an upright structure, usually made of brick, concrete, or stone that is made to divide, protect, or surround a place

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wall"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek