pattern

Βιβλίο English File - Ενδιάμεσο - Μάθημα 1Β

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από το Μάθημα 1Β στο βιβλίο μαθημάτων English File Intermediate, όπως "φιλόδοξος", "κυκλοθυμικός", "πεισματάρης" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
English File - Intermediate
personality

all the qualities that shape a person's character and make them different from others

προσωπικότητα, χαρακτήρας

προσωπικότητα, χαρακτήρας

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "personality"
affectionate

expressing love and care

στοργικός, αγαπητικός

στοργικός, αγαπητικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "affectionate"
ambitious

trying or wishing to gain great success, power, or wealth

φιλόδοξος, προοδευτικός

φιλόδοξος, προοδευτικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ambitious"
anxious

feeling nervous or worried because of thinking something unpleasant might happen

αγχωμένος, νευρικός

αγχωμένος, νευρικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "anxious"
bossy

constantly telling others what they should do

καταπιεστικός, επικριτικός

καταπιεστικός, επικριτικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bossy"
charming

having an attractive and pleasing quality

γοητευτικός, χαριτωμένος

γοητευτικός, χαριτωμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "charming"
competitive

referring to a situation in which teams, players, etc. are trying to defeat their rivals

ανταγωνιστικός, ανταγωνιζόμενος

ανταγωνιστικός, ανταγωνιζόμενος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "competitive"
honest

telling the truth and having no intention of cheating or stealing

έντιμος, ειλικρινής

έντιμος, ειλικρινής

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "honest"
imaginative

displaying or having creativity or originality

φανταστικός, δημιουργικός

φανταστικός, δημιουργικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "imaginative"
independent

able to do things as one wants without needing help from others

ανεξάρτητος, αυτόνομος

ανεξάρτητος, αυτόνομος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "independent"
insecure

not confident about oneself or one's skills and abilities

ανασφαλής, αναβλητικός

ανασφαλής, αναβλητικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "insecure"
to mature

to develop mentally, physically, and emotionally

ωριμάζω, αναπτύσσομαι

ωριμάζω, αναπτύσσομαι

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to mature"
moody

experiencing frequent changes in mood, often without apparent reason or explanation

ιδιότροπος, αλλοπρόσαλλος

ιδιότροπος, αλλοπρόσαλλος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "moody"
patient

able to remain calm, especially in challenging or difficult situations, without becoming annoyed or anxious

υπομονετικός, ασυγκίνητος

υπομονετικός, ασυγκίνητος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "patient"
rebellious

(of a person) resistant to authority or control, often challenging established norms or rules

επικληματικός, ανυπότακτος

επικληματικός, ανυπότακτος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rebellious"
reliable

able to be trusted to perform consistently well and meet expectations

αξιοπιστος, εμπιστευσιμος

αξιοπιστος, εμπιστευσιμος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reliable"
self-confident

(of a person) having trust in one's abilities and qualities

αυτοπεποίθητος, αυτοσυγκρατημένος

αυτοπεποίθητος, αυτοσυγκρατημένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "self-confident"
selfish

always putting one's interests first and not caring about the needs or rights of others

εγωιστής, αυτοέκφραστος

εγωιστής, αυτοέκφραστος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "selfish"
sensible

(of a person) displaying good judgment

εύλογος, ασφαλής

εύλογος, ασφαλής

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sensible"
sensitive

capable of understanding other people's emotions and caring for them

ευαίσθητος, ευσυνείδητος

ευαίσθητος, ευσυνείδητος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sensitive"
sociable

possessing a friendly personality and willing to spend time with people

κοινωνικός, συνομιλητικός

κοινωνικός, συνομιλητικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sociable"
stubborn

unwilling to change one's attitude or opinion despite good reasons to do so

άνετος, ανυπάκουος

άνετος, ανυπάκουος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stubborn"
spoiled

(of a person) displaying a childish behavior due to being treated very well or having been given everything they desired in the past

κακομαθημένος, χα spoiled

κακομαθημένος, χα spoiled

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spoiled"
Βιβλίο English File - Ενδιάμεσο
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek