pattern

Βιβλίο English File - Ενδιάμεσο - Μάθημα 3Α

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από το Μάθημα 3Α στο βιβλίο μαθημάτων English File Intermediate, όπως "αυτοκινητόδρομος", "φεριμπότ", "υπόγειο" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
English File - Intermediate
lorry

a large, heavy motor vehicle designed for transporting goods or materials over long distances

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lorry"
motorbike

a light vehicle that has two wheels and is powered by an engine

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "motorbike"
motorway

a very wide road that has no intersections or cross-traffic and is designed for high-speed travel

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "motorway"
scooter

a light motor vehicle with a floorboard on which the rider puts their legs, and with wheels of usually small size

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scooter"
tram

a vehicle that is powered by electricity and moves on rails in a street, used for transporting passengers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tram"
underground

a city's railway system that is below the ground, usually in big cities

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "underground"
van

a big vehicle without back windows, smaller than a truck, used for carrying people or things

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "van"
seat belt

a belt in cars, airplanes, or helicopters that a passenger fastens around themselves to prevent serious injury in case of an accident

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "seat belt"
transport

a system or method for carrying people or goods from a place to another by trains, cars, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "transport"
coach

a bus with comfortable seats that carries many passengers, used for long journeys

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "coach"
ferry

a boat or ship used to transport passengers and sometimes vehicles, usually across a body of water

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ferry"
speed camera

a device that photographs one's vehicle if one exceeds the speed limit

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "speed camera"
car crash

a situation where a car collides with something, such as another vehicle or other object

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "car crash"
zebra crossing

an area on a road that is marked with wide white lines, where vehicles must stop so people could walk across the road safely

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "zebra crossing"
rush hour

a time of day at which traffic is the heaviest because people are leaving for work or home

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rush hour"
traffic jam

a large number of bikes, cars, buses, etc. that are waiting in lines behind each other which move very slowly

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "traffic jam"
parking fine

a sum of money one needs to pay as punishment for parking one's vehicle at a place that parking is illegal

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "parking fine"
cycle lane

a section of a road specially marked and separated for people who are riding bicycles

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cycle lane"
traffic lights

a set of lights, often colored in red, yellow, and green, that control the traffic on a road

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "traffic lights"
speed limit

the most speed that a vehicle is legally allowed to have in specific areas, roads, or conditions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "speed limit"
taxi station

an area where taxis park and wait until someone orders a taxi

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "taxi station"
taxi rank

an area where taxis stand in a line to pick up passengers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "taxi rank"
road works

the work that is done to build or repair a road

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "road works"
petrol zone

a place where people can buy fuel for their vehicles

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "petrol zone"
to run off

to leave somewhere with something that one does not own

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to run off"
to pick up

to take and lift something or someone up

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pick up"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek