pattern

Βιβλίο English File - Ενδιάμεσο - Μάθημα 6Β

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από το Μάθημα 6Β στο βιβλίο μαθημάτων English File Intermediate, όπως "bald", "clap", "whistle" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
English File - Intermediate
tall

(of a person) having a height that is greater than what is thought to be the average height

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tall"
short

(of a person) having a height that is less than what is thought to be the average height

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "short"
thin

(of people or animals) weighing less than what is thought to be healthy for their body

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "thin"
overweight

weighing more than what is considered healthy or desirable for one's body size and build

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "overweight"
slim

thin in an attractive way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "slim"
straight

in a manner that is not curved

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "straight"
curly

(of hair) having a spiral-like pattern

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "curly"
bald

having little or no hair on the head

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bald"
beard

the hair that grow on the chin and sides of a man’s face

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "beard"
arm

one of the two body parts that is connected to the shoulder and ends with fingers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "arm"
back

the part of our body between our neck and our legs that we cannot see

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "back"
chin

the lowest part of our face that is below our mouth

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chin"
ear

each of the two body parts that we use for hearing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ear"
eye

a body part on our face that we use for seeing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "eye"
face

the front part of our head, where our eyes, lips, and nose are located

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "face"
foot

the body part that is at the end of our leg and we stand and walk on

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "foot"
finger

each of the long thin parts that are connected to our hands, sometimes the thumb is not included

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "finger"
hand

the part of our body that is at the end of our arm and we use to grab, move, or feel things

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hand"
head

the top part of body, where brain and face are located

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "head"
knee

the body part that is in the middle of the leg and helps it bend

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "knee"
leg

each of the two long body parts that we use when we walk

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "leg"
lip

each of the two soft body parts that surround our mouth

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lip"
mouth

our body part that we use for eating, speaking, and breathing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mouth"
neck

the body part that is connecting the head to the shoulders

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "neck"
nose

the body part that is in the middle of our face and we use to smell and breathe

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nose"
shoulder

each of the two parts of the body between the top of the arms and the neck

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shoulder"
stomach

the body part inside our body where the food that we eat goes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stomach"
tooth

one of the things in our mouth that are hard and white and we use to chew and bite food with

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tooth"
thumb

the thick finger that has a different position than the other four

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "thumb"
toe

each of the five parts sticking out from the foot

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "toe"
tongue

the soft movable part inside the mouth used for tasting something or speaking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tongue"
to bite

to cut into flesh, food, etc. using the teeth

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bite"
to clap

to strike the palms of one's hands together forcefully, usually to show appreciation or to attract attention

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to clap"
to kick

to hit a thing or person with the foot

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to kick"
to nod

to move one's head up and down as a sign of agreement, understanding, or greeting

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to nod"
to point

to show the place or direction of someone or something by holding out a finger or an object

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to point"
to smell

to recognize or become aware of a particular scent

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to smell"
to smile

to make our mouth curve upwards, often in a way that our teeth can be seen, to show that we are happy or amused

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to smile"
to stare

to look at someone or something without moving the eyes or blinking, usually for a while, and often without showing any expression

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stare"
to taste

to have a specific flavor

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to taste"
to touch

to put our hand or body part on a thing or person

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to touch"
to whistle

to make a high-pitched sound by forcing air out through one's partly closed lips

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to whistle"
body

our or an animal's hands, legs, head, and every other part together

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "body"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek