pattern

Βιβλίο English File - Ενδιάμεσο - Μάθημα 2Α

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από το Μάθημα 2Α στο βιβλίο μαθημάτων English File Intermediate, όπως "charge", "inherit", "raise" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
English File - Intermediate
money

something that we use to buy and sell goods and services, can be in the form of coins or paper bills

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "money"
worth

important or good enough to be treated or viewed in a particular way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "worth"
to borrow

to use or take something belonging to someone else, with the idea of returning it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to borrow"
to afford

to be able to pay the cost of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to afford"
to charge

to ask a person to pay a certain amount of money in return for a product or service

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to charge"
cost

an amount we pay to buy, do, or make something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cost"
to earn

to get money for the job that we do or services that we provide

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to earn"
to inherit

to receive money, property, etc. from someone who has passed away

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to inherit"
to invest

to buy houses, shares, lands, etc. with the hope of gaining a profit

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to invest"
to lend

to give someone something, like money, expecting them to give it back after a while

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lend"
to owe

to have the responsibility of paying someone back a certain amount of money that was borrowed

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to owe"
raise

an amount of money added to our regular payment for the job we do

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "raise"
to save

to keep money to spend later

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to save"
to waste

to use something without care or more than needed

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to waste"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek