pattern

Βιβλίο Headway - Προ-ενδιάμεσο - Ενότητα 12

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 12 στο βιβλίο μαθημάτων Headway Pre-Intermediate, όπως "σύμπτωση", "λογικό", "φέρω μαζί" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Headway - Pre-intermediate
to come

to arrive at or reach a specified place or destination

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to come"
to go

to travel or move from one location to another

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go"
to take

to remove something or someone from a specific place

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to take"
to bring

to come to a place with someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bring"
to take away

to order food from a restaurant and consume it elsewhere

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to take away"
to take back

to return a previously bought item to a seller in order to receive a refund

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to take back"
to bring together

to assist individuals in solving disagreements and becoming closer

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bring together"
to go to sleep

to transition from being awake to being asleep

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [go] to sleep"
to come true

to become a reality or be realized, typically in reference to a previously hoped for or desired outcome

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [come] true"
to double

to increase something by two times its original amount or value

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to double"
to confuse

to make someone uncertain or unclear about something, causing them unable to understand it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to confuse"
coincidence

a situation in which two things happen simultaneously by chance that is considered unusual

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "coincidence"
row

a sequence of related items, events, or actions that follow one after the other in a particular order

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "row"
to flip

to turn over quickly with a sudden move

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to flip"
risky

involving the possibility of loss, danger, harm, or failure

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "risky"
lack

the absence or insufficiency of something, often implying a deficiency or shortage

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lack"
on average

used to describe the typical or average value or amount based on a set of data or observations

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "on average"
logical

capable of following rules of logic and forming ideas based on facts that are true

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "logical"
gambler

a person who participates in games of chance or bets on uncertain outcomes, often with the aim of winning money or other prizes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gambler"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek