pattern

Βιβλίο Headway - Προ-ενδιάμεσο - Ενότητα 5

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 5 στο βιβλίο μαθημάτων Headway Pre-Intermediate, όπως "κυριολεκτικά", "εκτελώ", "ενημερωμένο" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Headway - Pre-intermediate
literal

referring directly to the true meaning of a word or phrase

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "literal"
idiomatic

(grammar) containing or denoting expressions that sound natural to a native speaker of a language

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "idiomatic"
to carry out

to complete or conduct a task, job, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to carry out"
to take up

to make a new interest or hobby a regular part of one's life

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to take up"
to take off

to remove a piece of clothing or accessory from your or another's body

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to take off"
to put on

to place or wear something on the body, including clothes, accessories, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to put on"
to grow up

to change from being a child into an adult little by little

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to grow up"
to lie down

to put one's body in a flat position in order to sleep or rest

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lie down"
to look at

to focus one's attention on something or someone in order to observe or examine them

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to look at"
to pay back

to return an amount of money that was borrowed

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pay back"
to throw away

to get rid of what is not needed or wanted anymore

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to throw away"
to try on

to put on a piece of clothing to see if it fits and how it looks

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to try on"
to turn off

to cause a machine, device, or system to stop working or flowing, usually by pressing a button or turning a switch

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to turn off"
to turn around

to change your position so as to face another direction

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to turn around"
to pick up

to take and lift something or someone up

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pick up"
to give up

to stop trying when faced with failures or difficulties

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to give up"
bit by bit

in small steps or portions; not all at once

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bit by bit"
to take off

to leave a surface and begin flying

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to take off"
to become

to start or grow to be

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to become"
successful

getting the results you hoped for or wanted

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "successful"
to catch up

to exchange information or knowledge that was missed or overlooked

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to catch up"
to get

to receive or come to have something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to get"
up-to-date

reflecting the latest information or changes

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "up-to-date"
to look after

to take care of someone or something and attend to their needs, well-being, or safety

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to look after"
baby

a child who is very young, usually too young to walk or speak

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "baby"
to look up

to try to find information in a dictionary, computer, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to look up"
word

(grammar) a unit of language that has a specific meaning

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "word"
to run out

to use the available supply of something, leaving too little or none

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to run out"
petrol

a liquid fuel that is used in internal combustion engines such as car engines, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "petrol"
to fall out

to no longer be friends with someone as a result of an argument

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fall out"
someone

a person who is not mentioned by name

[αντωνυμία]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "someone"
to get on

to have a good, friendly, or smooth relationship with a person, group, or animal

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to get on"
well

in a way that is right, good, or satisfactory

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "well"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek