pattern

Βιβλίο Headway - Προ-ενδιάμεσο - Καθημερινά Αγγλικά (Ενότητα 8)

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από το Everyday English Unit 8 στο βιβλίο μαθημάτων Headway Pre-Intermediate, όπως "αλλεργία", "διογκωμένο", "διάρροια" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Headway - Pre-intermediate
sore throat

a condition when you feel pain in the throat, usually caused by bacteria or viruses

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sore throat"
cold

a mild disease that we usually get when viruses affect our body and make us cough, sneeze, or have fever

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cold"
diarrhea

a medical condition in which body waste turns to liquid and comes out frequently

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "diarrhea"
flu

an infectious disease similar to a bad cold, causing fever and severe pain

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flu"
allergy

a medical condition in which one's body severely reacts to a specific substance if it is inhaled, touched, or ingested

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "allergy"
sprain

a painful injury resulting in the sudden twist of a bone or joint, particularly one's wrist or ankles

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sprain"
ankle

the joint that connects the foot to the leg

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ankle"
food poisoning

an illness resulting from the consumption of food or water contaminated with bacteria

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "food poisoning"
to cough

to push air out of our mouth with a sudden noise

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cough"
to blow

to exhale forcefully through the mouth

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to blow"
fever

a condition when the body temperature rises, usually when we are sick

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fever"
to ache

to feel a prolonged physical pain in a part of one's body, especially one that is not severe

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ache"
to hurt

to feel pain in a part of the body

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hurt"
gland

an organ in the body that produces certain chemical substances to be used in the body or to be discharged into the surroundings

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gland"
swollen

(of a part of the body) unusually large, particularly because of an injury or illness

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "swollen"
to swallow

to cause food, drink, or another substance to pass from the mouth down into the stomach, using the muscles of the throat

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to swallow"
sick

having nausea and wanting to vomit

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sick"
to sneeze

to blow air out of our nose and mouth in a sudden way

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sneeze"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek