pattern

Βιβλίο Headway - Προ-ενδιάμεσο - Μονάδα 1

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 1 στο βιβλίο μαθημάτων Headway Pre-Intermediate, όπως "ταξιδεύω", "λάθος", "ενδιαφέρον" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Headway - Pre-intermediate
to play

to take part in a game or activity for fun

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to play"
ice hockey

a game played on ice by two teams of 6 skaters who try to hit a hard rubber disc (a puck) into the other team’s goal, using long sticks

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ice hockey"
to go

to travel or move from one location to another

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go"
traveling

the activity or act of going from one place to another, particularly over a long distance

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "traveling"
to do

to perform an action that is not mentioned by name

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to do"
homework

schoolwork that students have to do at home

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "homework"
to make

to form, produce, or prepare something, by putting parts together or by combining materials

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to make"
mistake

an act or opinion that is wrong

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mistake"
to speak

to use one's voice to express a particular feeling or thought

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to speak"
language

the system of communication by spoken or written words, that the people of a particular country or region use

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "language"
to say

to use words and our voice to show what we are thinking or feeling

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to say"
to teach

to give lessons to students in a university, college, school, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to teach"
to ride

to sit on open-spaced vehicles like motorcycles or bicycles and be in control of their movements

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ride"
to learn

to become knowledgeable or skilled in something by doing it, studying, or being taught

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to learn"
to lend

to give someone something, like money, expecting them to give it back after a while

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lend"
to borrow

to use or take something belonging to someone else, with the idea of returning it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to borrow"
important

having a lot of value

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "important"
delicious

having a very pleasant flavor

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "delicious"
high

having a relatively great vertical extent

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "high"
long

(of two points) having an above-average distance between them

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "long"
heavy

having a lot of weight and not easy to move or pick up

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "heavy"
busy

having so many things to do in a way that leaves not much free time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "busy"
to

used to say where someone or something goes

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to"
from

used for showing the place where a person or thing comes from

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "from"
at

used to show a particular place or position

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "at"
about

used to express the matters that relate to a specific person or thing

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "about"
of

used when stating one's opinion about someone or something

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "of"
on

used to show that an object is physically in contact with or attached to a surface or object

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "on"
in

at a point inside an area or thing

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "in"
with

used when two or more things or people are together in a single place

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "with"
for

used to indicate who is supposed to have or use something or where something is intended to be put

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "for"
left

located or directed toward the side of a human body where the heart is

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "left"
to leave

to go away from somewhere

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to leave"
kind

a group of people or things that have similar characteristics or share particular qualities

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "kind"
kind

friendly, nice, and caring toward other people's feelings

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "kind"
train

a series of connected carriages that travel on a railroad, often pulled by a locomotive

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "train"
to train

to teach a specific skill or a type of behavior to a person or an animal through a combination of instruction and practice over a period of time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to train"
to mean

to have a particular meaning or represent something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to mean"
interested

having a feeling of curiosity or attention toward a particular thing or person because one likes them

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "interested"
interesting

catching and keeping our attention because of being unusual, exciting, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "interesting"
excited

feeling very happy, interested, and energetic

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "excited"
exciting

making us feel interested, happy, and energetic

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "exciting"
surprised

feeling or showing shock or amazement

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "surprised"
surprising

causing a feeling of shock, disbelief, or wonder

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "surprising"
bored

tired and unhappy because there is nothing to do or because we are no longer interested in something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bored"
boring

making us feel tired and unsatisfied because of not being interesting

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "boring"
embarrassed

feeling ashamed and uncomfortable because of something that happened or was said

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "embarrassed"
embarrassing

causing a person to feel ashamed or uneasy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "embarrassing"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek