pattern

Βιβλίο English Result - Άνω του μεσαίου - Ενότητα 8 - 8Β

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 8 - 8Β στο βιβλίο μαθημάτων English Result Upper-Intermediate, όπως "scruffy", "appeal", "daring" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
English Result - Upper-intermediate
clothes

the things we wear to cover our body, such as pants, shirts, and jackets

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clothes"
appearance

the way that someone or something looks

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "appearance"
jean

a type of cotton fabric with a rough surface that is commonly used to make clothing such as jeans, jackets, and skirts

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "jean"
earring

a piece of jewelry worn on the ear

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "earring"
hair

the thin thread-like things that grow on our head

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hair"
skin

the thin layer of tissue that covers the body of a person or an animal

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "skin"
shoe

something that we wear to cover and protect our feet, generally made of strong materials like leather or plastic

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shoe"
jacket

a short item of clothing that we wear on the top part of our body, usually has sleeves and something in the front so we could close it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "jacket"
beard

the hair that grow on the chin and sides of a man’s face

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "beard"
dress

a piece of clothing worn by girls and women that is made in one piece and covers the body down to the legs but has no separate part for each leg

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dress"
loose

not confined or under someone or something's control

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "loose"
tight

(of clothes or shoes) fitting closely or firmly, especially in an uncomfortable way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tight"
scruffy

having an appearance that is untidy, dirty, or worn out

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scruffy"
faded

having lost intensity or brightness in color

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "faded"
accessory

an item, such as a bag, hat, piece of jewelry, etc., that is worn or carried because it makes an outfit more beautiful or attractive

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "accessory"
hair style

the particular way in which a person's hair is arranged or styled

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hair style"
piercing

a piece of jewelry designed to be worn in a body piercing, such as earrings, nose rings, or other decorative items

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "piercing"
tattoo

a design on the skin marked permanently by putting colored ink in the small holes of the skin

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tattoo"
look

the general appearance of a person's face or body

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "look"
to appeal

to attract or gain interest, approval, or admiration

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to appeal"
to associate

to make a connection between someone or something and another in the mind

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to associate"
conventional

following established customs, practices, or standards that are widely accepted or commonly used

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conventional"
unusual

not commonly happening or done

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unusual"
daring

brave enough to take risks and do dangerous things

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "daring"
unacceptable

wrong or not allowed in a particular situation

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unacceptable"
highly

to a high level or degree

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "highly"
shocking

unexpected or extreme enough to cause intense surprise or disbelief

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shocking"
scandal

the spread of disgraceful rumors or information about the private lives of individuals

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scandal"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek