pattern

Βιβλίο English Result - Άνω του μεσαίου - Μονάδα 6 - 6Α

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 6 - 6Α στο βιβλίο μαθημάτων English Result Upper-Intermediate, όπως "ανοσία", "υποφέρω", "επιδημία" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
English Result - Upper-intermediate
disease

an illness in a human, animal, or plant that affects health

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disease"
epidemic

relating to or affecting a large number of people within a community, population, or region

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "epidemic"
affected

impacted or influenced by something or someone

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "affected"
heart attack

a medical emergency that happens when blood flow to the heart is suddenly blocked, which is fatal in some cases

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "heart attack"
to suffer

to have an illness or disease

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to suffer"
infected

affected by a disease-causing agent, such as bacteria, viruses, or parasites

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "infected"
immune

safe from catching a disease or being infected

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "immune"
recovery

the process of becoming healthy again after an injury or disease

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "recovery"
symptom

a change in the normal condition of the body of a person, which is the sign of a disease

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "symptom"
infectious

(of a disease or condition) capable of transmitting from one person, organism, or object to another through direct or indirect contact

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "infectious"
to catch

to get sick, usually with bacteria or a virus

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to catch"
to spread

to affect more people or a wider area

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to spread"
virus

a microscopic agent that causes disease in people, animals, and plants

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "virus"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek