pattern

Βιβλίο English Result - Άνω του μεσαίου - Μονάδα 10 - 10C

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 10 - 10C στο βιβλίο μαθημάτων English Result Upper-Intermediate, όπως "suffocate", "swellen", "scald" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
English Result - Upper-intermediate
injury

any physical damage to a part of the body caused by an accident or attack

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "injury"
treatment

an action that is done to relieve pain or cure a disease, wound, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "treatment"
swollen

(of a part of the body) unusually large, particularly because of an injury or illness

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "swollen"
ankle

the joint that connects the foot to the leg

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ankle"
broken

(of a thing) physically divided into pieces, because of being damaged, dropped, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "broken"
wrist

the joint connecting the hand to the arm

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wrist"
bee sting

a small nip caused by a bug called bee

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bee sting"
wasp

a winged insect with a powerful sting and black and yellow colors

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wasp"
jellyfish

a sea creature that has a bell-shaped body, which is gelatinous and transparent, long thin tentacles and a poisonous sting

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "jellyfish"
to sting

(of an animal or insect) to pierce the skin of another animal or a human, typically injecting poison, either in self-defense or while preying

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sting"
ant

a small insect that lives in a colony

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ant"
snake

a legless, long, and thin animal whose bite may be dangerous

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "snake"
mosquito bite

a sting inflicted by a mosquito

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mosquito bite"
bruised

(of body parts) having a discolored mark due to broken blood vessels, typically caused by an injury or pressure

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bruised"
to treat

to provide medical care such as medicine or therapy to heal injuries, illnesses, or wounds and make someone better

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to treat"
to bleed

to lose blood from an injury or wound

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bleed"
to suffocate

to struggle for breathing due to the lack or reduced amount of oxygen

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to suffocate"
to scald

to injure oneself with hot liquid or steam

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to scald"
to heal

to become healthy again

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to heal"
to faint

to suddenly lose consciousness from a lack of oxygen in the brain, which is caused by a shock, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to faint"
bandage

a piece of cloth that is put around a wound to prevent infections

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bandage"
plaster

a small medical dressing that one can stick over a wound or cut in order to keep it clean and protect it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "plaster"
antiseptic

having anti-infection properties

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "antiseptic"
cream

the thick, fatty part of milk that rises to the top when you let milk sit

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cream"
stitch

a loop, thread, etc. that physicians use in order to sew the edges of a wound together

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stitch"
painkiller

a type of medicine that is used to reduce or relieve pain

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "painkiller"
sprained

(of a joint) injured by the overstretching or tearing of the tissue

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sprained"
to choke

to not be able to speak clearly and normally due to experiencing very strong emotions

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to choke"
to burn

to be on fire and be destroyed by it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to burn"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek