pattern

Βιβλίο English Result - Άνω του μεσαίου - Ενότητα 4 - 4Δ

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 4 - 4Δ στο βιβλίο μαθημάτων English Result Upper-Intermediate, όπως "ορτυκιού", "ανάκτησης", "λάθους υπολογισμού" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
English Result - Upper-intermediate
to quail

to experience or express the feeling of fear

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to quail"
gourd

a fruit from the family Cucurbitaceae, characterized by a hard outer shell and a hollow interior

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gourd"
drinking

the process of consuming liquids through one's mouth

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "drinking"
waymark

a sign that shows the route of a path or trail

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "waymark"
to disappear

to no longer be able to be seen

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to disappear"
to misbehave

to act in an improper or unacceptable way

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to misbehave"
to reclaim

to get back something that has been lost, taken away, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to reclaim"
to recover

to regain complete health after a period of sickness or injury

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to recover"
to overcome

to succeed in solving, controlling, or dealing with something difficult

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to overcome"
to agree

to hold the same opinion as another person about something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to agree"
to disagree

to hold or give a different opinion about something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to disagree"
to calculate

to find a number or amount using mathematics

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to calculate"
to miscalculate

to judge a situation by mistake

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to miscalculate"
to charge

to ask a person to pay a certain amount of money in return for a product or service

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to charge"
to discharge

to give off or release a substance like gas or liquid

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to discharge"
to recharge

to refill an electronic device with energy

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to recharge"
to recycle

to make a waste product usable again

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to recycle"
to dislike

to not like a person or thing

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dislike"
to mispronounce

to say a word or words incorrectly, especially with regards to the proper pronunciation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to mispronounce"
to oversleep

to wake up later than one intended to

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to oversleep"
to retake

to claim and capture something again after losing it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to retake"
plow

a large farm tool with heavy blades used to turn over soil and prepare it for sowing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "plow"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek