pattern

Βιβλίο English Result - Άνω του μεσαίου - Μονάδα 9 - 9Α

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 9 - 9Α στο βιβλίο μαθημάτων English Result Upper-Intermediate, όπως "tact", "responsive", "executive" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
English Result - Upper-intermediate
tact

sensitivity and consideration in dealing with others to avoid causing trouble or offense

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tact"
tactful

careful not to make anyone upset or annoyed

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tactful"
thought

something that comes to one's mind, such as, an idea, image, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "thought"
thoughtful

thinking deeply about oneself and one's experiences, often resulting in new understandings or realizations

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "thoughtful"
to create

to bring something into existence or make something happen

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to create"
creative

making use of imagination or innovation in bringing something into existence

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "creative"
to decide

to think carefully about different things and choose one of them

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to decide"
decisive

powerful enough to determine the outcome of something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "decisive"
to imagine

to make or have an image of something in our mind

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to imagine"
imaginative

displaying or having creativity or originality

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "imaginative"
to invent

to make or design something that did not exist before

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to invent"
inventive

(of an idea, method, etc.) unique, creative, and appealing due to its originality and novelty

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inventive"
to organize

to make the necessary arrangements for an event or activity to take place

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to organize"
organized

(of a person) managing one's life, work, and activities in an efficient way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "organized"
to respond

to answer a question in spoken or written form

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to respond"
responsive

reacting to people and events quickly and in a positive way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "responsive"
to socialize

to interact and spend time with people

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to socialize"
sociable

possessing a friendly personality and willing to spend time with people

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sociable"
personality

all the qualities that shape a person's character and make them different from others

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "personality"
ambition

something that is greatly desired

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ambition"
ambitious

trying or wishing to gain great success, power, or wealth

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ambitious"
cautious

(of a person) careful to avoid danger or mistakes

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cautious"
caution

the trait of being careful and aware of potential risks

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "caution"
curiosity

a strong wish to learn something or to know more about something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "curiosity"
curious

interested in learning and knowing about things

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "curious"
conscience

an internal guide for behavior based on principles of right and wrong according to an established code of ethics

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conscience"
conscientious

devoted fully to completing tasks and obligations to the highest standard

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conscientious"
impulse

a sudden strong urge or desire to do something, often without thinking or planning beforehand

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "impulse"
impulsive

acting on sudden desires or feelings without thinking about the consequences beforehand

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "impulsive"
logic

a field of study that deals with the ways of thinking, explaining, and reasoning

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "logic"
reality

the true state of the world and the true nature of things, in contrast to what is imagined or thought

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reality"
realistic

concerned with or based on something that is practical and achievable in reality

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "realistic"
sympathy

feelings of care and understanding toward other people's emotions, especially sadness or suffering

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sympathy"
sympathetic

of or relating to the part of the nervous system that controls involuntary actions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sympathetic"
to support

to provide someone or something with encouragement or help

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to support"
supportive

giving encouragement or providing help

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "supportive"
to talk

to tell someone about the feelings or ideas that we have

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to talk"
talkative

extremely willing to chat and have verbal communication with others

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "talkative"
actor

someone whose job involves performing in movies, plays, or series

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "actor"
architect

a person whose job is designing buildings and typically supervising their construction

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "architect"
executive

someone in a high-ranking position who is responsible for making important decisions in a company or organization

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "executive"
novelist

a writer who explores characters, events, and themes in depth through long narrative stories, particularly novels

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "novelist"
nurse

someone who has been trained to care for injured or sick people, particularly in a hospital

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nurse"
pilot

someone whose job is to operate an aircraft

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pilot"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek