pattern

Βιβλίο English Result - Άνω του μεσαίου - Μονάδα 3 - 3C

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 3 - 3Γ στο βιβλίο μαθημάτων English Result Upper-Intermediate, όπως "sustainable", "label", "measurable" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
English Result - Upper-intermediate
achievable

able to be carried out or obtained without much difficulty or expense

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "achievable"
measurable

capable of being assessed in terms of size, amount, or degree

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "measurable"
improvable

capable of being enhanced

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "improvable"
sustainable

able to continue for a long period of time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sustainable"
avoidable

capable of being prevented or evaded through cautionary actions or decisions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "avoidable"
table

furniture with a usually flat surface on top of one or multiple legs that we can sit at or put things on

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "table"
capital

the city or town that is considered to be the political center of a country or state, from which the government operates

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "capital"
horrible

extremely unpleasant or bad

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "horrible"
label

the name or trademark of a company that produces music records

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "label"
little

below average in size

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "little"
lovable

possessing traits that attract people's affection

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lovable"
able

having the necessary skill, power, resources, etc. for doing something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "able"
to aim

to direct a product, event, information, etc. toward a specific target audience group

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to aim"
to hope

to want something to happen or be true

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hope"
to be due

to happen or occur as a consequence or outcome of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to be due"
to plan

to decide on and make arrangements or preparations for something ahead of time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to plan"
to set out

to begin doing something in order to reach a goal

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to set out"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek