pattern

Βιβλίο Face2Face - Προ-ενδιάμεσο - Ενότητα 10 - 10Δ

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 10 - 10Δ στο βιβλίο μαθημάτων Face2Face Pre-Intermediate, όπως "επιστροφή χρημάτων", "μετρητά", "μέσο" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Face2Face - Pre-intermediate
size

the physical extent of an object, usually described by its height, width, length, or depth

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "size"
small

below average in physical size

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "small"
medium

having a size that is not too big or too small, but rather in the middle

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "medium"
large

above average in amount or size

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "large"
extra large

(of a size) larger than large, often used for clothing, packaging, or other items

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "extra large"
cash

money in bills or coins, rather than checks, credit, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cash"
receipt

a written or printed document that shows the payment for a set of goods or services has been made

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "receipt"
to try on

to put on a piece of clothing to see if it fits and how it looks

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to try on"
fit

the way in which a piece of clothing fits the wearer

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fit"
fitting room

a small room in a shop where people try clothes on before buying them

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fitting room"
to suit

(of clothes, a color, hairstyle, etc.) to look good on someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to suit"
sale

an occasion when a shop or business sells its goods at reduced prices

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sale"
to bring back

to make something or someone return or be returned to a particular place or condition

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bring back"
refund

an amount of money that is paid back because of returning goods to a store or one is not satisfied with the goods or services

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "refund"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek