pattern

Βιβλίο Face2Face - Προ-ενδιάμεσο - Μονάδα 9 - 9C

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 9 - 9Γ στο βιβλίο μαθημάτων Face2Face Pre-Intermediate, όπως "move in", "get on", "turn up" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Face2Face - Pre-intermediate
to move in

to begin to live in a new house or work in a new office

μετακομίζω, μεταφέρομαι

μετακομίζω, μεταφέρομαι

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to move in"
to get on

to have a good, friendly, or smooth relationship with a person, group, or animal

τα πάει καλά, συνεργάζεται καλά

τα πάει καλά, συνεργάζεται καλά

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to get on"
to go away

to move from a person or place

φεύγω, πλησιάζω

φεύγω, πλησιάζω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go away"
to go on

to continue without stopping

συνεχίζω, προχωρώ

συνεχίζω, προχωρώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go on"
to sit down

to move from a standing position to a sitting position

κάθομαι, κάτσε κάτω

κάθομαι, κάτσε κάτω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sit down"
to go back

to return to a previous location, position, or state

επιστρέφω, γυρίζω πίσω

επιστρέφω, γυρίζω πίσω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go back"
to take off

to remove a piece of clothing or accessory from your or another's body

αφαιρώ, βγάζω

αφαιρώ, βγάζω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to take off"
to put up with

to tolerate something or someone unpleasant, often without complaining

ανέχομαι, υπομένω

ανέχομαι, υπομένω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to put up with"
to give up

to stop trying when faced with failures or difficulties

παραιτούμαι, παραδίνομαι

παραιτούμαι, παραδίνομαι

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to give up"
to turn up

to turn a switch on a device so that it makes more sound, heat, etc.

αυξάνω, ενισχύω

αυξάνω, ενισχύω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to turn up"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek