pattern

Βιβλίο Face2Face - Προ-ενδιάμεσο - Ενότητα 11 - 11Β

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 11 - 11Β στο βιβλίο μαθημάτων Face2Face Pre-Intermediate, όπως "θύμα", "διάρρηξη", "ύποπτος" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Face2Face - Pre-intermediate
to rob

to take something from an organization, place, etc. without their consent, or with force

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to rob"
to steal

to take something from someone or somewhere without permission or paying for it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to steal"
to burgle

to illegally enter a place in order to commit theft

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to burgle"
to murder

to unlawfully and intentionally kill another human being

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to murder"
to break into

to use force to enter a building, vehicle, or other enclosed space, usually for the purpose of theft

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to break into"
bullet

a small cylindrical metal object designed to be fired from a gun

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bullet"
to shoot

to release a bullet or arrow from a gun or bow

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to shoot"
victim

a person who has been harmed, injured, or killed due to a crime, accident, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "victim"
suspect

a person or thing that is thought to be the cause of something, particularly something bad

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "suspect"
to arrest

(of law enforcement agencies) to take a person away because they believe that they have done something illegal

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to arrest"
thief

someone who steals something from a person or place without using violence or threats

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "thief"
theft

the illegal act of taking something from a place or person without permission

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "theft"
murderer

a person who is guilty of killing another human being deliberately

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "murderer"
burglar

someone who illegally enters a place in order to steal something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "burglar"
burglary

the crime of entering a building to commit illegal activities such as stealing, damaging property, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "burglary"
robber

a person who steals from someone or something using force or threat of violence

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "robber"
robber

a person who steals from someone or something using force or threat of violence

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "robber"
crime

an unlawful act that is punishable by the legal system

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crime"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek