pattern

Βιβλίο Face2Face - Προ-ενδιάμεσο - Ενότητα 9 - 9Β

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 9 - 9Β στο βιβλίο μαθημάτων Face2Face Pre-Intermediate, όπως "ένοχος", "ευχαρίστως", "ήρεμος" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Face2Face - Pre-intermediate
feeling

an emotional state or sensation that one experiences such as happiness, guilt, sadness, etc.

αίσθημα, συναίσθημα

αίσθημα, συναίσθημα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "feeling"
bored

tired and unhappy because there is nothing to do or because we are no longer interested in something

βαρετός, αδιάφορος

βαρετός, αδιάφορος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bored"
stressed

feeling so anxious that makes one unable to relax

αγχωμένος, στρεσαρισμένος

αγχωμένος, στρεσαρισμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stressed"
excited

feeling very happy, interested, and energetic

ενθουσιασμένος, διεγερμένος

ενθουσιασμένος, διεγερμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "excited"
depressed

feeling very unhappy and having no hope

καταθλιπτικός, λυπημένος

καταθλιπτικός, λυπημένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "depressed"
pleased

feeling happy and satisfied with something that has happened or with someone's actions

ευχαριστημένος, ικανοποιημένος

ευχαριστημένος, ικανοποιημένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pleased"
embarrassed

feeling ashamed and uncomfortable because of something that happened or was said

ντροπαλός, αμήχανος

ντροπαλός, αμήχανος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "embarrassed"
tired

needing to sleep or rest because of not having any more energy

κουρασμένος, εξαντλημένος

κουρασμένος, εξαντλημένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tired"
guilty

responsible for an illegal act or wrongdoing

ένοχος, απέχων από το νόμο

ένοχος, απέχων από το νόμο

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "guilty"
upset

feeling unhappy, worried, or disappointed, often because something unpleasant happened

αναστατωμένος, λυπημένος

αναστατωμένος, λυπημένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "upset"
lonely

feeling sad because of having no one to talk to or spend time with

μοναχικός, μοναξιά

μοναχικός, μοναξιά

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lonely"
nervous

worried and anxious about something or slightly afraid of it

νευρικός, ανήσυχος

νευρικός, ανήσυχος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nervous"
confident

having a strong belief in one's abilities or qualities

σίγουρος, επιδεικτικός

σίγουρος, επιδεικτικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "confident"
fed up

feeling tired, annoyed, or frustrated with a situation or person

κουρασμένος, βαριεστημένος

κουρασμένος, βαριεστημένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fed up"
calm

not showing worry, anger, or other strong emotions

ήρεμος, γηπεδικός

ήρεμος, γηπεδικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "calm"
annoyed

feeling irritated or slightly angry

ενοχλημένος, θυμωμένος

ενοχλημένος, θυμωμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "annoyed"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek