pattern

Βιβλίο Four Corners 4 - Ενότητα 11 Μάθημα Β

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 11 Μάθημα Β στο βιβλίο μαθημάτων Four Corners 4, όπως «διαπραγματεύσιμο», «μισθός», «όφελος» κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Four Corners 4
benefit

an advantage or a helpful effect that is the result of a situation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "benefit"
hour

each of the twenty-four time periods that exist in a day and each time period is made up of sixty minutes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hour"
salary

an amount of money we receive for doing our job, usually monthly

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "salary"
break

a rest from the work or activity we usually do

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "break"
retirement

the period during someone's life when they stop working often due to reaching a certain age

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "retirement"
opportunity

a situation or a chance where doing or achieving something particular becomes possible or easier

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "opportunity"
field

an area of activity or a subject of study

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "field"
responsible

(of a person) having an obligation to do something or to take care of someone or something as part of one's job or role

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "responsible"
hardworking

(of a person) putting in a lot of effort and dedication to achieve goals or complete tasks

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hardworking"
independently

without being controlled or influenced by someone or something else

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "independently"
knowledge

an understanding of or information about a subject after studying and experiencing it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "knowledge"
assistant

a person who helps someone in their work

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "assistant"
negotiable

able to be changed to discussed in order for an agreement to be reached

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "negotiable"
tutor

a teacher who gives lessons privately to one student or a small group

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tutor"
flexible

capable of bending easily without breaking

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flexible"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek