pattern

Βιβλίο Insight - Άνω του μεσαίου - Μονάδα 1 - 1Α

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 1 - 1Α στο βιβλίο μαθημάτων Insight Upper-Intermediate, όπως «εφευρετικότητα», «κατάκτηση», «εμπόδια» κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Insight - Upper-intermediate
to get over

to recover from an unpleasant or unhappy experience, particularly an illness

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to get over"
to overcome

to succeed in solving, controlling, or dealing with something difficult

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to overcome"
obstacle

a situation or problem that prevents one from succeeding

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "obstacle"
blow

a hard stroke with a hand, fist, or weapon

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "blow"
innovative

(of ideas, products, etc.) creative, original, and unlike anything else that exists

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "innovative"
revolutionary

causing or involving a grand or fundamental change, particularly leading to major improvements

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "revolutionary"
groundbreaking

referring to something that is original and pioneering in its field, often setting a new standard for others to follow

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "groundbreaking"
benefit

an advantage or a helpful effect that is the result of a situation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "benefit"
hindrance

the act of making it harder for someone or something to achieve a goal or complete a task

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hindrance"
to conquer

to overcome a challenge or obstacle

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to conquer"
single-mindedness

the quality of being focused on one aim or purpose and being determined to achieve it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "single-mindedness"
ingenuity

the ability to think creatively and come up with innovative solutions to problems or challenges

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ingenuity"
optimism

a general tendency to look on the bright side of things and to expect positive outcomes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "optimism"
compassion

great sympathy for a person or animal that is suffering

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "compassion"
understanding

not judging someone and forgiving toward them when they do something wrong or make a mistake

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "understanding"
commitment

the state of being dedicated to someone or something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "commitment"
patience

the ability to accept or tolerate difficult or annoying situations without complaining or becoming angry

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "patience"
perseverance

the quality of persistently trying in spite of difficulties

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "perseverance"
perfectionism

a tendency to set extremely high standards for oneself and others and not accept anything that is less than perfect

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "perfectionism"
to glance

to briefly look at someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to glance"
to squint

to look with eyes half-opened when hit by light, or as a sign of suspicion, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to squint"
to gaze

to look at someone or something without blinking or moving the eyes

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to gaze"
to glimpse

to see something or someone for a short moment of time, often without getting a full or detailed view of it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to glimpse"
to gape

to stare with one's mouth open in amazement or wonder

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to gape"
to peek

to take a quick and often secretive look at something or someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to peek"
to gawp

to stare in surprise or wonder with one's mouth open

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to gawp"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek