pattern

Βιβλίο Insight - Άνω του μεσαίου - Λεξιλογική Ενόραση 3

Εδώ θα βρείτε τις λέξεις από το Vocabulary Insight 3 στο βιβλίο μαθημάτων Insight Upper-Intermediate, όπως "opt in", "accumulate", "churn out" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Insight - Upper-intermediate
between

in or through the space that separates two or more things or people

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "between"
out

in the opposite direction of the center of a place

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "out"
to opt out

to choose not to participate in something or to not accept an offer

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to opt out"
to opt in

to choose to participate in something, typically by actively indicating one's willingness or consent to do so

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to opt in"
to throw

to make something move through the air by quickly moving your arm and hand

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to throw"
to turn out

to emerge as a particular outcome

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to turn out"
to clear out

to leave a place or situation suddenly or quickly, often due to danger or dissatisfaction

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to clear out"
to check out

to leave a hotel after returning your room key and paying the bill

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to check out"
to call out

to formally request or direct someone to perform a duty or task

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to call out"
to leave out

to intentionally exclude someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to leave out"
to hand out

to provide someone or each person in a group with something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hand out"
to churn out

to produce something quickly and in large quantities, often with a focus on quantity over quality

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to churn out"
to work out

to conclude in a positive outcome

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to work out"
to give out

to distribute something among a group of individuals

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to give out"
to find out

to get information about something after actively trying to do so

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to find out"
to cross out

to draw a line through a word or words to show that they should be removed or ignored

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cross out"
to set out

to begin doing something in order to reach a goal

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to set out"
to accumulate

to collect an increasing amount of something over time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to accumulate"
to amass

to gather a large amount of money, knowledge, etc. gradually

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to amass"
belongings

a person's possessions, such as clothes or other items they own

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "belongings"
bin

a container, usually with a lid, for putting waste in

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bin"
clutter

a number of objects scattered around in a messy and untidy way

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clutter"
to get rid of somebody or something

to put aside or remove a person or thing in order to no longer have them present or involved

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [get] rid of {sb/sth}"
heap

a large number of objects thrown on top of each other in an untidy way

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "heap"
junk

things that are considered as useless, worthless or of little value, often discarded or thrown away

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "junk"
possession

(usually plural) anything that a person has or owns at a specific time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "possession"
stack

a large number of something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stack"
to reach

to get to your planned destination

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to reach"
to sort

to organize items by putting them into different groups based on their characteristics or other criteria

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sort"
to spill

to accidentally cause a liquid or substance to flow out of its container or onto a surface

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to spill"
to spread

to affect more people or a wider area

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to spread"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek