pattern

Βιβλίο Total English - Αρχάριος - Ενότητα 6 - Μάθημα 3

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 6 - Μάθημα 3 στο βιβλίο μαθημάτων Total English Starter, όπως "technology", "listen to", "console" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Starter
technology

scientific knowledge put into practice in a particular area, especially in industry

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "technology"
camcorder

a portable device used to take pictures and videos

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "camcorder"
camera

a device or piece of equipment for taking photographs, making movies or television programs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "camera"
DVD player

a device that plays content such as movies or shows from flat discs called DVDs on your TV or other display

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "DVD player"
flat-screen

a very thin computer or television monitor that is not curved

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flat-screen"
console

an electronic device used for playing video games on a television or display screen

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "console"
laptop

a small computer that you can take with you wherever you go, and it sits on your lap or a table so you can use it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "laptop"
stereo

a sound system that plays back a recorded sound, music, etc. through two or more channels, producing a three-dimensional effect

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stereo"
wireless

a device used for receiving and amplifying radio signals

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wireless"
to listen

to give our attention to the sound a person or thing is making

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to listen"
to play

to take part in a game or activity for fun

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to play"
to surf

to explore content or information on the internet or in other media without a specific goal

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to surf"
to watch

to look at a thing or person and pay attention to it for some time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to watch"
television

an electronic device with a screen that receives television signals, on which we can watch programs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "television"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek