pattern

Βιβλίο Total English - Αρχάριος - Ενότητα 9 - Μάθημα 1

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 9 - Μάθημα 1 στο βιβλίο μαθημάτων Total English Starter, όπως "neighbor", "look after", "shelf" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Starter
to clean

to make something have no bacteria, marks, or dirt

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to clean"
to tidy

to organize a place and put things where they belong

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to tidy"
to deliver

to bring and give a letter, package, etc. to a specific person or place

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to deliver"
newspaper

a set of large folded sheets of paper with lots of stories, pictures, and information printed on them about things like sport, politic, etc., usually issued daily or weekly

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "newspaper"
to help

to give someone what they need

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to help"
homework

schoolwork that students have to do at home

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "homework"
to look after

to take care of someone or something and attend to their needs, well-being, or safety

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to look after"
neighbor

someone who is living next to us or somewhere very close to us

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "neighbor"
to stack

to arrange items on top of each other in large quantities

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stack"
shelf

a flat, narrow board made of wood, metal, etc. attached to a wall, to put items on

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shelf"
to wash

to clean someone or something with water, often with a type of soap

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to wash"
factory

a building or set of buildings in which products are made, particularly using machines

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "factory"
part-time

done only for a part of the working hours

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "part-time"
to hate

to really not like something or someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hate"
to listen

to give our attention to the sound a person or thing is making

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to listen"
to live

to have your home somewhere specific

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to live"
to need

to want something or someone that we must have if we want to do or be something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to need"
to park

to move a car, bus, etc. into an empty place and leave it there for a short time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to park"
to start

to begin something new and continue doing it, feeling it, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to start"
to surf

to explore content or information on the internet or in other media without a specific goal

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to surf"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek