pattern

Βιβλίο Total English - Αρχάριος - Ενότητα 9 - Μάθημα 2

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 9 - Μάθημα 2 στο βιβλίο μαθημάτων Total English Starter, όπως "careful", "earn", "mean" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Starter
from rags to riches

used to refer to the action of rising from the depth of poverty to the highest of riches

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "from rags to riches"
broke

having little or no financial resources

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "broke"
careful

giving attention or thought to what we are doing to avoid doing something wrong, hurting ourselves, or damaging something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "careful"
careless

not paying enough attention to what we are doing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "careless"
generous

having a willingness to freely give or share something with others, without expecting anything in return

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "generous"
mean

(of a person) behaving in a way that is unkind or cruel

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mean"
poor

owning a very small amount of money or a very small number of things

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "poor"
rich

owning a great amount of money or things that cost a lot

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rich"
millionaire

a person whose total wealth is one million or more in their currency

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "millionaire"
average

falling within the middle range of a set of values or qualities that are being measured or evaluated

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "average"
tin can

a container for food or other goods, made of tinplated steel or other metal and typically cylindrical in shape with a removable lid

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tin can"
lottery

a game of chance where tickets with numbers or symbols are purchased, and a random selection of numbers or symbols determines the winners

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lottery"
to earn

to get money for the job that we do or services that we provide

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to earn"
penny

a unit of currency or coin used in several countries, equal to one hundredth of a dollar or pound

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "penny"
share

any of the equal portions of a company's stock that is available for public to buy and gain benefit

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "share"
to invest

to buy houses, shares, lands, etc. with the hope of gaining a profit

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to invest"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek