pattern

Βιβλίο Total English - Αρχάριος - Ενότητα 8 - Μάθημα 2

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 8 - Μάθημα 2 στο βιβλίο μαθημάτων Total English Starter, όπως "remember", "dishappy", "year" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Starter
to remember

to bring a type of information from the past to our mind again

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to remember"
unhappy

experiencing a lack of joy or positive emotions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unhappy"
secondary school

the school for young people, usually between the ages of 11 to 16 or 18 in the UK

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "secondary school"
yesterday

the day before today; the previous day

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "yesterday"
night

the time when the sun goes down, it gets dark outside, and we sleep

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "night"
morning

the time of day that is between when the sun starts to rise and the middle of the day at twelve o'clock

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "morning"
afternoon

the time of day that is between twelve o'clock and the time that the sun starts to set

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "afternoon"
evening

the time of day that is between the time that the sun starts to set and when the sky becomes completely dark

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "evening"
week

a period of time that is made up of seven days in a calendar

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "week"
month

each of the twelve named divisions of the year, like January, February, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "month"
year

a period of time that is made up of twelve months, particularly one that starts on January first and ends on December thirty-first

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "year"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek