pattern

Βιβλίο Total English - Αρχάριος - Ενότητα 5 - Αναφορά

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 5 - Αναφορά στο βιβλίο μαθημάτων Total English Starter, όπως "stay", "child", "dark" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Starter
who

used in questions to ask about the name or identity of one person or several people

[αντωνυμία]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "who"
where

in what place, situation, or position

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "where"
what

used in questions to ask for information or for someone’s opinion

[αντωνυμία]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "what"
when

used when we want to ask at what time something happens

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "when"
how

in what manner or in what way

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "how"
attractive

having features or characteristics that are pleasing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "attractive"
dark

(of hair, skin, or eyes) characterized by a deep brown color that can range from light to very dark shades

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dark"
fair

(of a woman) beautiful

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fair"
ugly

not pleasant to the mind or senses

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ugly"
fat

(of people or animals) weighing much more than what is thought to be healthy for their body

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fat"
slim

thin in an attractive way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "slim"
old

living in the later stages of life

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "old"
young

still in the earlier stages of life

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "young"
overweight

weighing more than what is considered healthy or desirable for one's body size and build

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "overweight"
thin

(of people or animals) weighing less than what is thought to be healthy for their body

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "thin"
short

having a below-average distance between two points

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "short"
tall

(of a person) having a height that is greater than what is thought to be the average height

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tall"
breakfast

the first meal we have in the early hours of the day

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "breakfast"
brother

a man who shares a mother and father with us

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "brother"
sister

a lady who shares a mother and father with us

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sister"
child

a young person who has not reached puberty or adulthood yet

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "child"
coffee

a drink made by mixing hot water with crushed coffee beans, which is usually brown

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "coffee"
dinner

the main meal of the day that we usually eat in the evening

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dinner"
lunch

a meal we eat in the middle of the day

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lunch"
shopping

the act of buying goods from stores

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shopping"
office

a place where people work, particularly behind a desk

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "office"
to call

to telephone a place or person

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to call"
to come

to move toward a location that the speaker considers to be close or relevant to them

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to come"
to eat

to put food into the mouth, then chew and swallow it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to eat"
to finish

to make something end

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to finish"
to get up

to get on our feet and stand up

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to get up"
to stay

to remain in a particular place

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stay"
to study

to spend time to learn about certain subjects by reading books, going to school, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to study"
to surf

to explore content or information on the internet or in other media without a specific goal

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to surf"
the Internet

‌a global computer network that allows users around the world to communicate with each other and exchange information

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "the Internet"
Monday

‌the day that comes after Sunday

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Monday"
Tuesday

‌the day that comes after Monday

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Tuesday"
Wednesday

‌the day that comes after Tuesday

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Wednesday"
Thursday

‌the day that comes after Wednesday

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Thursday"
Friday

‌the day that comes after Thursday

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Friday"
Saturday

‌the day that comes after Friday

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Saturday"
Sunday

‌the day that comes after Saturday

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Sunday"
weekday

any day of the week other than Saturday and Sunday

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "weekday"
weekend

the days of the week, usually Saturday and Sunday, when people do not have to go to work or school

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "weekend"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek