pattern

Βιβλίο Total English - Στοιχειώδης - Ενότητα 3 - Μάθημα 1

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 3 - Μάθημα 1 στο βιβλίο μαθημάτων Total English Elementary, όπως "leisure", "diuring", "canteen" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Elementary
lunchtime

the time in the middle of the day when we eat lunch

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lunchtime"
leisure

activities someone does in order to enjoy their free time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "leisure"
to eat

to put food into the mouth, then chew and swallow it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to eat"
sandwich

two pieces of bread with cheese, meat, etc. between them

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sandwich"
canteen

a restaurant or cafeteria located in a workplace, such as a factory or school, where employees or students can purchase and eat food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "canteen"
gym

a place with special equipment that people go to exercise or play sports

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gym"
news

reports on recent events that are broadcast or published

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "news"
to surf

to explore content or information on the internet or in other media without a specific goal

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to surf"
shopping

the act of buying goods from stores

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shopping"
to leave

to go away from somewhere

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to leave"
to take

to use a particular route or means of transport in order to go somewhere

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to take"
always

at all times, without any exceptions

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "always"
often

on many occasions

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "often"
occasionally

not on a regular basis

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "occasionally"
never

not at any point in time

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "never"
break

a rest from the work or activity we usually do

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "break"
during

used to express that something happens continuously from the beginning to the end of a period of time

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "during"
magazine

a colorful thin book that has news, pictures, and stories about different things like fashion, sports, and animals, usually issued weekly or monthly

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "magazine"
fun

providing entertainment or amusement

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fun"
busy

preoccupied or engaged with a particular task or object, often to the point of being unable to pay attention to other things

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "busy"
barbecue

an outdoor party during which food, such as meat, fish, etc. is cooked on a metal frame over an open fire

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "barbecue"
concert

a public performance by musicians or singers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "concert"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek