pattern

Βιβλίο Total English - Στοιχειώδης - Ενότητα 3 - Επικοινωνία

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 3 - Επικοινωνία στο βιβλίο μαθημάτων Total English Elementary, όπως «επισκευή», «μάστορας», «ξένο» κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Elementary
ability

the fact that one is able or possesses the necessary skills or means to do something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ability"
foreign

related or belonging to a country or region other than your own

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "foreign"
to design

to make drawings according to which something will be constructed or produced

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to design"
building

a structure that has walls, a roof, and sometimes many levels, like an apartment, house, school, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "building"
to drive

to control the movement and the speed of a car, bus, truck, etc. when it is moving

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to drive"
to play

to participate in a game or sport to compete with another individual or another team

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to play"
sport

a physical activity or competitive game with specific rules that people do for fun or as a profession

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sport"
to repair

to fix something that is damaged, broken, or not working properly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to repair"
to play

to perform music on a musical instrument

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to play"
musical instrument

an object or device used for producing music, such as a violin or a piano

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "musical instrument"
to draw

to make a picture of something using a pencil, pen, etc. without coloring it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to draw"
to paint

to cover a surface or object with a colored liquid, usually for decoration

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to paint"
to use

to do something with an object, method, etc. to achieve a specific result

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to use"
to make

to form, produce, or prepare something, by putting parts together or by combining materials

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to make"
wood

the hard material that the trunk and branches of a tree or shrub are made of, used for fuel or timber

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wood"
taxi driver

someone whose job involves driving a taxi and taking people to different places

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "taxi driver"
artist

someone who creates drawings, sculptures, paintings, etc. either as their job or hobby

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "artist"
carpenter

someone who works with wooden objects as a job

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "carpenter"
mechanic

a person whose job is repairing and maintaining motor vehicles and machinery

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mechanic"
photographer

someone whose hobby or job is taking photographs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "photographer"
tourist

someone who visits a place or travels to different places for pleasure

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tourist"
guide

a person whose job is to take tourists to interesting places and show them around

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "guide"
musician

someone who plays a musical instrument or writes music, especially as a profession

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "musician"
architect

a person whose job is designing buildings and typically supervising their construction

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "architect"
technician

an expert who is employed to check or work with technical equipment or machines

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "technician"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek