pattern

Βιβλίο Total English - Στοιχειώδης - Ενότητα 2 - Μάθημα 3

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 2 - Μάθημα 3 στο βιβλίο μαθημάτων Total English Elementary, όπως "τοπικό", "ημερολόγιο", "μοντέρνο" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Elementary
once

for one single time

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "once"
supermarket

a large store that we can go to and buy food, drinks and other things from

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "supermarket"
local

related or belonging to a particular area or place that someone lives in or mentions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "local"
bag

something made of leather, cloth, plastic, or paper that we use to carry things in, particularly when we are traveling or shopping

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bag"
book

a set of printed pages that are held together in a cover so that we can turn them and read them

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "book"
camera

a device or piece of equipment for taking photographs, making movies or television programs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "camera"
diary

a book or journal in which one records personal experiences, thoughts, or feelings on a regular basis, usually on a daily basis

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "diary"
DVD player

a device that plays content such as movies or shows from flat discs called DVDs on your TV or other display

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "DVD player"
laptop

a small computer that you can take with you wherever you go, and it sits on your lap or a table so you can use it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "laptop"
mobile phone

a cellular phone or cell phone; ‌a phone without any wires and with access to a cellular radio system that we can carry with us and use anywhere

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mobile phone"
MP3 player

a small device used for listening to audio and MP3 files

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "MP3 player"
scarf

a piece of cloth, worn around the neck or head, especially to keep warm

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scarf"
shoe

something that we wear to cover and protect our feet, generally made of strong materials like leather or plastic

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shoe"
watch

a small clock worn on a strap on your wrist or carried in your pocket

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "watch"
person

one human being, when gender or age is not relevant

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "person"
people

human beings as a group, including men, women, and children

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "people"
bad

having a quality that is not satisfying

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bad"
big

above average in size or extent

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "big"
black

having the color that is the darkest, like most crows

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "black"
blue

having the color of the ocean or clear sky at daytime

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "blue"
brown

having the color of chocolate ice cream

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "brown"
good

having a quality that is satisfying

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "good"
green

having the color of fresh grass or most plant leaves

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "green"
horrible

extremely unpleasant or bad

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "horrible"
modern

related to the most recent time or to the present time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "modern"
nice

providing pleasure and enjoyment

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nice"
old

(of a thing) having been used or existing for a long period of time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "old"
old-fashioned

no longer used, supported, etc. by the general public, typically belonging to an earlier period in history

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "old-fashioned"
pretty

visually pleasing in a charming way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pretty"
red

having the color of tomatoes or blood

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "red"
small

below average in physical size

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "small"
ugly

not pleasant to the mind or senses

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ugly"
useful

providing help when needed

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "useful"
useless

lacking purpose or function, and unable to help in any way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "useless"
white

having the color that is the lightest, like snow

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "white"
yellow

having the color of lemons or the sun

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "yellow"
young

still in the earlier stages of life

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "young"
clean

not having any bacteria, marks, or dirt

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clean"
to swim

to move through water by moving parts of the body, typically arms and legs

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to swim"
gray

having a color between white and black, like most koalas or dolphins

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gray"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek