pattern

Βιβλίο Total English - Στοιχειώδης - Ενότητα 2 - Μάθημα 2

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 2 - Μάθημα 2 στο βιβλίο μαθημάτων Total English Elementary, όπως "κομμωτήριο", "ανακαλύπτω", "επικίνδυνο" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Elementary
special

different or better than what is normal

ιδιαίτερος, ξεχωριστός

ιδιαίτερος, ξεχωριστός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "special"
hairdresser

someone ‌whose job is to cut, wash and style hair

κομμωτής, κουρέας

κομμωτής, κουρέας

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hairdresser"
model

a person who is employed by an artist to pose for a painting, photograph, etc.

μοντέλο, παράσταση

μοντέλο, παράσταση

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "model"
shark

‌a large sea fish with a pointed fin on its back and very sharp teeth

καρχαρίας, καρχάρης

καρχαρίας, καρχάρης

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shark"
tank

a container with transparent sides used to keep and display fish, commonly known as an aquarium

ενυδρείο, ακράτεια

ενυδρείο, ακράτεια

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tank"
inventor

someone who makes or designs something that did not exist before

εφευρέτης, δημιουργός

εφευρέτης, δημιουργός

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inventor"
to ride

to sit on open-spaced vehicles like motorcycles or bicycles and be in control of their movements

καβαλάω, οδηγώ

καβαλάω, οδηγώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ride"
museum

a place where important cultural, artistic, historical, or scientific objects are kept and shown to the public

μουσείο, κέντρο τέχνης και πολιτισμού

μουσείο, κέντρο τέχνης και πολιτισμού

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "museum"
to dry

to take out the liquid from something in a way that it is not wet anymore

στεγνώ (stegnó), ξηραίνω (xiréno)

στεγνώ (stegnó), ξηραίνω (xiréno)

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dry"
dangerous

capable of destroying or causing harm to a person or thing

επικίνδυνος, καταστροφικός

επικίνδυνος, καταστροφικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dangerous"
zoo

a place where many kinds of animals are kept for exhibition, breeding, and protection

ζωολογικός κήπος, ζωολογικό πάρκο

ζωολογικός κήπος, ζωολογικό πάρκο

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "zoo"
visitor

someone who enters a place, such as a building, city, or website, for a particular purpose

επισκέπτης, επισκέπτρια

επισκέπτης, επισκέπτρια

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "visitor"
boring

making us feel tired and unsatisfied because of not being interesting

βαρετός, κούραση

βαρετός, κούραση

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "boring"
exciting

making us feel interested, happy, and energetic

ενθουσιαστικός, συναρπαστικός

ενθουσιαστικός, συναρπαστικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "exciting"
to find out

to get information about something after actively trying to do so

ανακαλύπτω, μαθαίνω

ανακαλύπτω, μαθαίνω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to find out"
to clean

to make something have no bacteria, marks, or dirt

καθαρίζω, επικοινοποιώ

καθαρίζω, επικοινοποιώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to clean"
to go

to move over a particular distance

πηγαίνω, κινώ

πηγαίνω, κινώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go"
to have

to hold or own something

έχω, κατέχω

έχω, κατέχω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to have"
to leave

to go away from somewhere

φεύγω, αφήνω

φεύγω, αφήνω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to leave"
to like

to feel that someone or something is good, enjoyable, or interesting

αρέσει, μου αρέσει

αρέσει, μου αρέσει

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to like"
to play

to take part in a game or activity for fun

παίζω, παίζω παιχνίδια

παίζω, παίζω παιχνίδια

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to play"
to talk

to tell someone about the feelings or ideas that we have

μιλώ, συζητώ

μιλώ, συζητώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to talk"
to wash

to clean someone or something with water, often with a type of soap

πλένω (pléno), καθαρίζω (katharízo)

πλένω (pléno), καθαρίζω (katharízo)

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to wash"
to watch

to look at a thing or person and pay attention to it for some time

παρατηρώ, βλέπω

παρατηρώ, βλέπω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to watch"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek