pattern

Βιβλίο Total English - Στοιχειώδης - Ενότητα 4 - Μάθημα 1

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 4 - Μάθημα 1 στο βιβλίο μαθημάτων Total English Elementary, όπως "fresh", "restaurant", "typical" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Elementary
to eat

to put food into the mouth, then chew and swallow it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to eat"
fish

flesh from a fish that we use as food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fish"
fruit

something we can eat that grows on trees, plants, or bushes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fruit"
fresh

(of food) recently harvested, caught, or made

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fresh"
ration

a fixed amount of something that is officially allowed to each person during a particular time, especially during a war or other period of shortage

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ration"
fast food

food that is quickly prepared and served, such as hamburgers, pizzas, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fast food"
restaurant

a place where we pay to sit and eat a meal

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "restaurant"
dinner

the main meal of the day that we usually eat in the evening

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dinner"
breakfast

the first meal we have in the early hours of the day

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "breakfast"
lunch

a meal we eat in the middle of the day

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lunch"
typical

having or showing the usual qualities or characteristics of a particular group of people or things

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "typical"
convenience

the state of being helpful or useful for a specific situation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "convenience"
pineapple

a sweet large and tropical fruit that has brown skin, pointy leaves, and yellow flesh which is very juicy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pineapple"
watermelon

a large, round, and juicy fruit that is red on the inside and has green stripes on its hard and thick skin

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "watermelon"
coffee

a drink made by mixing hot water with crushed coffee beans, which is usually brown

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "coffee"
tomato

a soft and round fruit that is red and is used a lot in salads and many other foods

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tomato"
beef

meat that is from a cow

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "beef"
black bean

a small, shiny, and black-colored bean that has a somewhat oval shape and is commonly used in Latin American, Caribbean, and Asian cuisine

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "black bean"
feijoa

a green, sweet, tangy, and egg-shaped fruit native to South America

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "feijoa"
seafood

any sea creature that is eaten as food such as fish, shrimp, seaweed, and shellfish

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "seafood"
rice

a small and short grain that is white or brown and usually grown and eaten a lot in Asia

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rice"
banana

a soft fruit that is long and curved and has hard yellow skin

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "banana"
lobster

the meat of a lobster as food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lobster"
scallop

an edible marine bivalve with a white internal muscle that opens and closes the shells and causes it to swim

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scallop"
lamb

meat that is from a young sheep

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lamb"
duck

meat of a duck, eaten as food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "duck"
maple syrup

a sweet sauce that is taken from the sap of the sugar maple, often served with pancakes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "maple syrup"
pancake

a flat round cake that is thin and is made with milk, eggs, and flour, cooked on a hot surface, typically a griddle or frying pan

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pancake"
stew

a dish of vegetables or meat cooked at a low temperature in liquid in a closed container

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stew"
spice

a type of dried plant with a pleasant smell used to add taste or color to the food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spice"
nut

a small fruit with a seed inside a hard shell that grows on some trees

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nut"
chicken

the flesh of a chicken that we use as food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chicken"
meat

the flesh of animals and birds that we can eat as food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "meat"
pork

meat from a pig, eaten as food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pork"
ham

a type of meat cut from a pig's thigh, usually smoked or salted

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ham"
potato

a round vegetable that grows beneath the ground, has light brown skin, and is used cooked or fried

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "potato"
hot dog

a cooked sausage, usually made from beef, pork, or a combination of both

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hot dog"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek